– Κείμενο: ερημίτης –
Προ ημερών είχα βρεθεί στην πόλη. Μια πολυσύχναστη πλατεία, λιακάδα, πρωινό. Σε έναν υπαίθριο χώρο μιας απ’ τις καφετέριες, πότε για λίγο ρέμβαζα και πότε έπληττα αρκετά. Ουδέν νεώτερο για την ανθρωπότητα, μέχρι που στο οπτικό μου πεδίο εμφανίστηκε πολύ διακριτικά μία λιπόσαρκη, μικρόσωμη κι ασθενική φιγούρα που είχα ξανασυναντήσει άλλη μία φορά κατά το παρελθόν.
Ετών γύρω στα 45, με μακριά γενειάδα, ρακένδυτος, όμως με βλέμμα καθαρό, ο Β. ένας επαίτης, στο περιθώριο του συστήματος. Ο Β. δεν ήταν απλά ζητιάνος, θα τόλμαγα να πω, αλλά ακριβέστερα ομοίαζε με κάτι σαν ασκητή της πόλης στα όρια του “σαλού”. Μάλιστα, αν και το φαγητό δεν το ‘χε εξασφαλισμένο την κάθε νέα ημέρα, παρόλα αυτά, να σημειώσω, πως ήταν και νηστευτής σε όλες τις θεσμοθετημένες από την Εκκλησία, ημέρες.
Με είδε και με αναγνώρισε και το επόμενο λεπτό ήρθε και στάθηκε από πάνω μου με ένα χαμόγελο γλυκό.
Η εμφάνιση του εξεζητημένη με το πιο ακραίο στοιχείο επάνω του, να είναι μια μικρή ξύλινη εικόνα του Αγίου Νεκταρίου να κρέμεται στο στήθος του με ένα λεπτό σχοινί. Κρατούσε έναν παλιοντοσιέ γεμάτο με πράγματα που έγραφε και στο εξώφυλλο του άναρχα κολλημένες εικόνες πολλών Αγίων.
Ναι, ο Β. ήταν στα όρια της σαλότητας και αν απορεί κάνεις τον λόγο όπου χαρακτηρίζω τον κόσμο του θαυμαστό, θα το στήριζα επάνω σε τρεις άξονες:
Πρώτον, τον Β. τον κοιτούσαν οι πάντες απαξιωτικά, ένιωθε έτσι ταπεινός και τελευταίος όλων.
Δεύτερον, δεν είχε ούτε υποψία προσκόλλησης σε κάτι υλικό μιας και δεν κατείχε κάτι και τρίτον ζούσε αποκλειστικά με πρόνοια και με δοξολογία Θεού.
Τώρα θα πείτε κάποιοι: “καλά ρε ερημίτη, τί μας προτείνεις δηλαδή, να αφήσουμε τις ζωές μας, να πιάσουμε τις πλατείες;” Όχι, απλά θα πω πως έτσι κι αλλιώς 2 λεπτά πριν να πεθάνουμε, θα γίνουμε όλοι μας σαν τον Β. … Μιλάω για όταν τα υλικά μας θα συνειδητοποιήσουμε ότι μας είναι άχρηστα, όταν θα αισθανόμαστε ότι ο κάθε απλός περαστικός είναι “πιο πάνω” από εμάς τώρα που απερχόμαστε στα επόμενα 2 λεπτά και φυσικά ότι θα απομένει για εμάς θα είναι η πρόνοια Θεού… κι εγώ τώρα θα ευχηθώ για εκείνη τη στιγμή, απλά “καλή μας τύχη”.
Ο Β. άρχισε πάλι να μου μιλάει για θεολογία, αν και ακριβέστερα ήταν θεολογία ο ίδιος. Του έκανε εντύπωση που πρόσεχα ότι έλεγε μιας και όπως μου είπε, άπαντες τον ακούνε και λένε από μέσα τους χαρακτηριστικά: “Τρελός είναι και ότι θέλει λέει”.
Κατά το σημείο εκείνο είχαμε μια επιπλοκή. Η νεαρή σερβιτόρα πλησίασε απειλητικά και επίμονα του ζήταγε να φύγει. Ο Β. την κοίταζε ανέκφραστα, εγώ απευθυνόμουν σε εκείνη αλλά με αγνοούσε παντελώς και άνθρωποι από τα διπλανά τραπέζια άρχισαν να κοιτάνε. Σηκώθηκα, τον έπιασα απ’ τον ώμο και τον έσπρωξα να καθίσει στην καρέκλα απέναντι από εμένα.
“Ο άνθρωπος αυτός είναι φίλος μου, κάθεται μαζί μου που είμαι πελάτης σας, δεν ενοχλεί κανέναν και το θέμα έχει λήξει”. Η παρέμβαση μου αποδείχτηκε επιτυχημένη. Η νεαρή σερβιτόρα μετά από λίγες στιγμές αμηχανίας πήγε νευριασμένη προς τα μέσα, ενώ το βλέμμα μου πρόλαβε να διασταυρωθεί με κάποια από τα τελευταία ειρωνικά, ανθρώπων από δίπλα. Ήταν καλή “προπόνηση” για μένα αυτή η απαξίωση εδώ να πω… μπήκα αυτόματα στη θέση του και είδα πώς είναι για μια ζωή να σε κοιτάνε έτσι…
Να τους κοιτάμε έτσι…
Το πρωινό μου είχε αποκτήσει ενδιαφέρον αναμφίβολα και ο Β. μου δικαιολογούσε την κοπέλα, έλεγε ότι “κάνει τη δουλειά της και αυτή” και μου εξιστορούσε το πώς τον έδιωχναν από παντού, καθώς και για την συλλογή του με τα… πρόστιμα.
-“Όταν υπήρχε η καραντίνα εγώ κυκλοφορούσα έξω βέβαια. Κάποιοι αστυνομικοί συγκεκριμένοι, μου έκοβαν κλήση όποτε με πετύχαιναν. Μια μέρα τους είπα ότι είναι ελεύθεροι να κόψουν όλο το μπλοκ τους πάνω μου αν το θέλουν, καθώς ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος και από τότε δεν με ξαναενοχλήσαν”.
-” Είμαι βέβαιος -συνέχισε- ότι συνειδητοποιήσαν τελικά πως…” -τον διέκοψα- “τρελός είσαι και όπου θες πηγαίνεις” του επισήμανα με εύθυμη διάθεση κι αυτός συμφώνησε αμέσως.
Ο Β. συνέχισε να μιλάει γύρω από τον Θεό και αποδεικνυόταν γνώστης ακαταμάχητος ορθόδοξων ιερών κειμένων.
Είχα μια βεβαιότητα ωστόσο όσο μου μίλαγε, ότι με κάποιο τρόπο – βάσει της αγαθότητας του- θα ‘χε σαν εμπειρία κάποιο σημείο θαυμαστό.
Το διέκοψα όχι πολύ ευγενικά κι ακόμη πιο πιεστικά η αλήθεια είναι επέμεινα να τον ρωτώ γύρω από αυτό.
Μετά από κάποιες στιγμές σιωπής του, ο Β. άρχισε να μου λέει επιτέλους ότι στον ύπνο του δέχεται επισκέψεις από τον… Άγιο Ιωσήφ τον Ησυχαστή. Μου είπε λεπτομέρειες από τις εν λόγω συνομιλίες τους και ότι μάλιστα μία φορά τον φώναξε κοντά του ο Άγιος, στο όνειρο και του έδωσε ευλογία μαζί με ασπασμό. Εγώ τώρα δεν θα σας πω ότι είμαι βέβαιος γύρω από τη γνησιότητα των εμφανίσεων αυτών. Όμως, έστω και αν ήταν όνειρα απλά και δεδομένου πως ο καθένας μας ονειρεύεται με βάση τα προσωπικά του τα μέτρα και τα σταθμά, θα ήθελα να αναρωτηθώ: Εσένα ποια είναι τα όνειρα σου;
Στο τέλος τον ρώτησα κάτι να πει… ένα μήνυμα… υπό το δικό του πρίσμα γύρω από την κοινωνία, γύρω από όλους μας εμάς.
Εκείνο που μου απάντησε είναι ότι σύμφωνα και με μια συνομιλία -όπως μου είπε- που είχε με έναν Γέροντα, από μια πολύ ασκητική περιοχή του Αγίου Όρους, είναι ότι καλούμαστε να είμαστε σε εγρήγορση, γιατί “κάτι ξεκίνησε” και ήδη άρχισε να γίνεται ορατός “ένας κλοιός που σφίγγει”.
Αυτά ήταν τα λόγια του και σας τα μεταφέρω και αν κάποιοι δυσανασχετήσουνε ή κάποιοι διαφωνήσουν, θα έλεγα τον Β. να μην τον ξεσυνερίζεστε, καθώς το είπαμε… δεν το είπαμε;… “Τρελός είναι, φαντάζεται ότι θέλει…”