imastan-kapote-stratiotes

Ήμασταν κάποτε Στρατιώτες…

– Κείμενο: ερημίτης –

Λίγες ημέρες πριν. Πολύ πρωί, άδεια πλατεία και παραδόξως βρέθηκα να χαιρετώ στρατιωτικά σε στάση προσοχής.
Ο μεγάλος σε ηλικία άνθρωπος που ερχόταν προς το μέρος μου χαμογελώντας, πλην όμως παραξενεμένος, δεν ήτανε ένας απλός συνταξιούχος που έπαιρνε τον πρωινό περίπατό του. Τουλάχιστον όχι για εμένα.
Πάνε λίγες δεκαετίες από την περίοδο της στρατιωτικής μου θητείας και ο τωρινός ηλικιωμένος άνδρας, τότε κατείχε ήδη ένα πολύ μεγάλο αξίωμα, στην παραμεθόριο εκείνη περιοχή. Φυσιογνωμία πολύ χαρακτηριστική, με έναν συνδυασμό επάνω του ανδρειοσύνης αλλά και καλλιέργειας. Μιλάω για ένα πολύ – πολύ υψηλόβαθμο στέλεχος τότε του ελληνικού στρατού, όπου μετά το πέρας της θητείας μου, ανήλθε και σε ανώτατα αξιώματα – και τα τερμάτισε σχεδόν- , έγινε εκ των κορυφαίων, μέχρι να αποστρατευτεί.
Ένας άνθρωπος που είχε λάβει μία απίστευτη εκπαίδευση και προετοιμασία, όχι για να πολεμήσει στην πρώτη γραμμή αν χρειαστεί, αλλά πέρα από αυτήν και μέσα στην εχθρική περιοχή του επίδοξου εισβολέα.
-“Στρατηγέ μου…” τον προσφωνούσα τώρα χαμογελώντας και εγώ κι είδα τα μάτια του να ψάχνουν πάνω μου διερευνητικά γύρω από την ταυτότητα μου.
Μάταια… πώς να με ξέρει άλλωστε, εγώ ένας απλός στρατιώτης του, της παραμεθορίου και κάποιους μήνες πριν να απολυθώ στο νεοκλασικό κτίριο του αρχηγείου να χειρίζομαι έγγραφα του στρατού και κάποια από αυτά άκρως απόρρητα, πράγμα που μου επέτρεπε να έχω και μια προσωπική συχνά επαφή με αξιωματικούς, μα όχι με αυτόν…
Ένα ξεχωριστό, κόκκινο τηλέφωνο σε μία γωνιά του γραφείου μας, λάμβανε κλήσεις από εκείνον αποκλειστικά και… βάζαμε τα κλάματα σχεδόν, όταν σπανίως αυτό κουδούνιζε, σπρώχνοντας ο ένας τον άλλον, παρακινόντας τον για να του απαντήσει…
Η μόνη δε επικοινωνία που είχα μαζί του τότε σαν στρατιώτης ήταν ένα βράδυ, όταν φύλαγα σκοπιά στην πύλη και… χάζευα λιγάκι. Η χαρακτηριστική του στρατιωτική λιμουζίνα με τα σημαιάκια της, κυματιστά, αναπάντεχα ήρθε και φρέναρε μπροστά μου από το πουθενά, με εμένα να σαστίζω, καθυστερώντας έτσι να του ανοίξω. Τότε τον είδα κλεφτά και με την άκρη του ματιού, πίσω από το παρμπρίζ να κουνάει το κεφάλι του αριστερά και δεξιά κοιτάζοντας με, με μια ελαφριά αποδοκιμασία. Αυτό. Η μοναδική επικοινωνία.
Τώρα, σε εκείνο το πρωινό, πλέον μιλούσαμε σαν δύο φίλοι από τα παλιά, ανακάλυπτα πως ήταν βαθιά ανθρώπινος, κάναμε συζήτηση γύρω από προσωπικά θέματα και μοιραία έφτασε η ώρα να τον ρωτήσω γύρω από θέματα που άπτονται της γεωπολιτικής και της Πατρίδας γενικότερα. Βλέπετε, είναι που γνωρίζει πράγματα και τεκτενόμενα λόγω της θέσης και του κύκλου του, όσο λίγοι.
Λοιπόν… τη γνώμη που είχε σχετικά με την πολιτική μας ηγεσία, δεν μπορώ να σας την μεταφέρω γιατί… θα μας κλείσουν τον erimitic. (Μια ώρα αρχύτερα).
Τη γνώμη του γύρω από την οικτρή μας θέση και ισχύ σε στρατιωτικό επίπεδο… πάλι δεν μπορώ να σας τη μεταφέρω γιατί δεν θεωρώ καλό για λόγους εθνικής ασφάλειας να μεταφέρονται δημόσια τέτοιου είδους πληροφορίες. Μίλησε πάντως για “στάχτη στα μάτια”.
Τί θα σας μεταφέρω; Ενόσω εκείνος μου άπλωνε τον χειμαρρώδη λόγο του, αυθόρμητα μου ήρθε η επιθυμία να τον προσκαλέσω εδώ στη σελίδα μας και να τα γράψει όλα αυτά, με την “βαριά” του υπογραφή κάτω από τα κείμενά του.
Του το πρότεινα. Εκείνος αρνιόταν. Άρχισα να επιχειρηματολογώ για να τον μεταπείσω. Ξεκίνησε να κουνάει αρνητικά το κεφάλι του αριστερά – δεξιά, θυμίζοντας μου, εν αγνοία του, εκείνη τη βραδιά ολιγωρίας μου στην πύλη.
Προτίθεμαι λοιπόν να σας μεταφέρω τον λόγο της άρνησης του, μεταφέροντας αυτούσια τα λόγια του:
-“Ο μόνος λόγος για τον οποίο δεν πρόκειται ποτέ να βγω και να πω ή να γράψω τα όσα γνωρίζω, σε κανένα δημόσιο μέσο και πουθενά, είναι διότι θεωρω ότι ο ελληνικός λαός είναι ο πιο ηλίθιος λαός του κόσμου όλου και κατά συνέπεια δεν αξίζει τον κόπο να ασχολείται κανείς μαζί του… και τα λέω αυτά εγώ που είμαι ελληνολάτρης, λατρεύοντας όμως τί;… το ιδεατό πρόσωπο του Έλληνα…”
Και… ήμασταν κάποτε στρατιώτες… στα σκονισμένα καραβάνια της θητείας μου κι εκείνος μπροστά από το στράτευμα εκεί. Στις σκηνές του χειμώνα όταν έβρεχε μερόνυχτα συνεχόμενα κι η λάσπη ένα με το πετσί μας, ήτανε πάλι αυτός εκεί στην ίδια κατάσταση με εμάς.
Νύχτα επάνω στο βουνό, να ξυρίζει το κρύο, είχα βρει θυμάμαι καταφύγιο με άλλους 5 – 6 συναδέλφους μου, όλοι μας με πλήρη εξάρτηση, μέσα σε έναν στάβλο, τον βλέπαμε από τα παράθυρα, μακριά, να δίνει οδηγίες, να μελετάει χάρτες. Μετά ξαπλώσαμε στα άχυρα.
Ύστερα στη Διοίκηση, λόγω της θέσης μου γνώριζα τις διαταγές του κάτω υπό άκρα μυστικότητα να οπλίστουν κρυφά τα άρματα και να ‘ναι σε ετοιμότητα, όταν πληροφορίες ερχόταν, πληροφορίες για τις οποίες είχα υπογράψει τότε δέσμευση απόλυτης εχεμύθειας.
Ήμασταν κάποτε στρατιώτες, όλοι μας, για την διαφύλαξη του πιο ηλιθίου λαού στον κόσμο. Ναι. Η Χώρα έχει παραδοθεί στην ηλιθιότητα αν δεν το έχετε καταλάβει και δεν ξέρω αν κανείς έχει για να του αντικρούσει κάτι σε αυτή την πεποίθησή του.
Ήμασταν κάποτε στρατιώτες στα ανοιχτά της Σαλαμίνας, μέσα στο Χάνι της Γραβιάς, στο Οχυρό του Ρούπελ. Κάποτε.
Τον Στρατηγό όπως καλά καταλάβατε δεν πρόκειται να τον έχουμε στη σελίδα, ένεκα της ηλιθιότητας μας σαν σύνολο και όσο σκέφτομαι τώρα την εικόνα του από προχθές να ξεμακραίνει και να χάνεται στη στροφή, αναρωτιέμαι αν αξίζει τον κόπο όντως να ασχολείται πραγματικά, κανείς. Να καταθέσω τη μικρή μου εμπειρία, σχετικά, με βάση τη σελίδα; Έχουμε λοιπόν: … αναφορές, βρισιές, να σε συκοφαντούν, να σε κλέβουν, να σε προδίδουν, να ενεργοποιείται καθε τόσο ένας αποκλεισμός εις βάρος του erimitic σε κάποιο μέσο, να σου γίνεται απόπειρα “χακαρίσματος” παραμονές Χριστουγέννων, χαριτωμένες μα άκρως ειρωνικές “φατσούλες – έλεος”… εμείς από την άλλη να μην δείχνουμε έλεος κανένα…
Για ποιόν και για τί. Ερωτώ. Μήπως ένας ξέγνοιαστος περίπατος παρέα με τον Στρατηγό, μία παρτίδα σκάκι σε κάποια καφετέρια μαζί του, μακριά από όλα αυτά και μ’ άπλετο χρόνο και ησυχία, να είναι μια πιο ενδεδειγμένη λύση;
Υπάρχει και η επιλογή όλοι μαζί να “κατέβουμε να σπρώξουμε”, ωστόσο. Με το θάρρος της γνώμης μας και όχι με την επιλογή της σίγουρα πιο ασφαλούς μα ένοχης σιωπής.
Δύσκολοι καιροί, ηλίθιοι καιροί, με την τηλεόραση ως μέσο να τους αποτελειώνει αλλά και με το διαδίκτυο που ο καθένας – όπως η αφεντιά μου- βρίσκει πια βήμα κι εκφράζεται εκεί. Γιατί όπως έχει πει και ο Ουμπέρτο Έκο: “Οι ιστότοποι κοινωνικής δικτύωσης έδωσαν το δικαίωμα να μιλάνε σε λεγεώνες ηλιθίων που άλλοτε δεν μίλαγαν παρά μόνο σε μπαρ, αφού είχαν πιει κανένα ποτήρι κρασί, χωρίς να βλάπτουν την κοινότητα. Τους αναγκάζαμε αμέσως να σωπάσουν, αλλά σήμερα έχουν το ίδιο δικαίωμα λόγου με έναν κάτοχο βραβείου Νόμπελ. Είναι η εισβολή των ηλιθίων”.

error: Content is protected !!
Scroll to Top