“Γιατί έγινα μοναχός”
– Κείμενο: ερημίτης –
Όταν τον συνάντησα καθότανε πλάι στην απεραντοσύνη. Χρειάστηκε να διασχίσω δασώδη μονοπάτια, πάνω σε παγωμένα χιόνια σε κάποιες τους γωνιές. Ο ήχος από το διπλανό ρυάκι αλλά και κάποια χαμηλά πετάγματα των άγριων πτηνών, έδιναν έναν φρέσκο τόνο σ’ αυτό το πρωινό.
Το μοναστήρι μικρό, αλλά με θέα, ανέβηκα σκαλιά.
Εκείνος, ψηλός, αδύνατος, μελαχρινός, ίσως λιγάκι παραπάνω από 50 ετών. Ασκήτευε μόνος του εκεί.
Ξεκίνησα να τον ρωτάω διάφορα κι εκείνος απαντούσε, μέχρι που κάποια στιγμή ανέκφραστα με ρώτησε το εξής: ” Έχεις όρεξη για κουβέντα, εσύ;”
Δεν ήξερα τί να απαντήσω, δεν ήξερα στην ερώτηση ποιό ήταν το σκεπτικό. Και τελικά, με κίνδυνο να χαρακτηριστώ σαν φλύαρος και θρασύς, του είπα την αλήθεια: “Ναι”.
– “Ωραία, περίμενε τότε να σου φτιάξω καφέ και πάμε να τα πούμε”.
Το “ρίσκο” μου, έδειχνε πως έπιασε και λίγα λεπτά αργότερα καθόμασταν σε κάτι σαν μικρό αρχονταρίκι, πέτρα και ξύλο και με μια θέα απ’ το παράθυρο απέναντι, από ουρανό και βράχο.
Του ξεκαθάρισα πως θα ήθελα κάποια από τα πράγματα που θα μου έλεγε να τα δημοσιοποιήσω. Δεν έφερε αντίρρηση, μα όπως αναμενότανε δεν μου έδωσε ευλογία να αναφέρω όνομα και την τοποθεσία. Έτσι λοιπόν, ας τον αποκαλώ π. Τιμόθεο εφεξής.
“Πάτερ μου, γιατί έγινες μοναχός;” ήτανε η ερώτηση.
Ο π. Τιμόθεος χαμήλωσε το κεφάλι:
-“Θα έλεγα λόγω κάποιων θαυμαστών γεγονότων. Σε ηλικία 6 ετών, βρέθηκα στο νοσοκομείο με τα άκρα μου παραλυμένα. Ήμουν εκεί με την μητέρα μου και τότε ένα σούρουπο είδα να εμφανίζεται ενεργειακά μα ολοζώντανα ένας πανύψηλος άνδρας. Μου έκανε εντύπωση ότι φορούσε κάτι σαν αρχαία πανοπλία πολεμιστή, αλλά φαινόταν σαν να ‘τανε αυτό το ίδιο του το δέρμα. Και βέβαια και ο όγκος του ήταν εντυπωσιακός”.
-“Θα έλεγες πως ήταν υπερμεγέθης δηλαδή; σαν υπό άλλη κλίμακα;” τον διέκοψα.
-“Φαντάσου τον, σαν αυτούς τους bodybuilders για παράδειγμα, που είναι εξωπραγματικοί. Κάτι αντίστοιχο σκέψου. Ήρθε από πάνω μου. Στον θάλαμο απέναντι ήταν ένα άλλο αγοράκι με τη γιαγιά του. Το παιδί άρχιζε να φωνάζει: “Γιαγιά, ένας ψηλός άνθρωπος είναι εκεί!” Μόνο εκείνο κι εγώ μπορούσαμε να τον δούμε και όχι οι δικοί μας.
Κάπου εκεί στην αναμπουμπούλα και τις φωνές, κάποιος άναψε το φως και η μορφή εξαφανίστηκε.
Είχα πια θεραπευτεί. Αργότερα κατάλαβα πως ήταν ο Αρχάγγελος Μιχαήλ.
Είχε ένα βλέμμα, καθαρό… καταλαβαίνεις;… με κοίταζε με συμπόνια. Δεν είχε αυτό το κόκκινο η κόρη του ματιού του, όπως εκείνη η αντίστοιχη του διαβόλου. Γιατί έχω να σου πω… ότι τον είδα και αυτόν.
Ήμουν ξαπλωμένος, κοντά μεσάνυχτα. Περίπου στην ίδια ηλικία ήμουν. Ξεκίνησα να βλέπω τη μορφή του να με γυροφέρνει φευγαλέα έξω από την πόρτα αρχικά. Τότε άρχισε και κάτι άλλο να συμβαίνει: το κτίριο ήταν διώροφο, μέναμε στον δεύτερο όροφο και παραδόξως μπορούσα έξαφνα και έβλεπα τί συμβαίνει στο από κάτω σπίτι. Δηλαδή απο κάτω μου. Και τότε ήρθε εκείνος πολύ κοντά μου -εγώ ακινητος- έκανε μια κίνηση σαν να με παίρνει στα χέρια του και ένιωσα… πώς να στο πω… κάπως σαν να μου αγκαλιάζει την αύρα και να την αρπάζει. Μετά έφυγε”.
-” Πώς ήταν εκείνος, π. Τιμόθεε;”
-“Σαν άντρας κανονικός εκ πρώτης ματιάς, μόνο που τα πόδια του χαμηλά ήταν κυρτά, σαν τράγου και με οπλές. Είχε μούσι παπαδίστικο επίσης”.
-“Το δέρμα του;”
-“Σαν ζώου. Είχε τρίχωμα. Η όλη του μορφή μοιάζει με εκείνη όπου απεικονίζεται σε κάποιες αγιογραφίες ή όπως περιγράφεται από πολλούς Πατέρες.
Κοίταξε… στην οικογένεια μου δεν υπήρχε κάποιο θρησκευτικό υπόβαθρο ιδιαίτερο. Οι γονείς μου ήταν άνθρωποι φτωχοί, του μόχθου. Έναν σταυρό έκαναν καμιά φορά, με την ψυχή τους βέβαια, αλλά ως εκεί.”
-“Οι παλιοί είχαν “άλλο κόκαλο” πάτερ μου, εμένα ο παππούς μου για παράδειγμα, κομπολόι κράταγε, αλλά με την ψυχή που είχε, στα χέρια του έδειχνε κομποσχοίνι”, παρατήρησα.
-“Έτσι ακριβώς. Συμπερασματικά όμως, δεν γνώριζαν κάτι από θεολογία για να με επηρεάσουν. Όμως μετά από αυτά τα γεγονότα, εγώ ο μικρός, ήξερα πια, αν και μόνο 6 ετών, ότι υπάρχει εκεί έξω και ένας άλλος, αθέατος κόσμος”.
-“Κι έπειτα τί άλλο μεσολάβησε, π. Τιμόθεε, για να το πάρεις απόφαση να μονάσεις;”
-“Έπειτα βρέθηκα με μια πολύ καλή θέση δημοσίου υπαλλήλου. Ζούσα στην ψεύτρα κοινωνία, με όλα τα πάθη και την υποκρισία της, όπως εκφράζονται από όλους μας και τελικά μια μέρα αναρωτήθηκα: Αυτό είναι λοιπόν; Καταδικασμένος στη ματαιότητα να περιμένω τον βιολογικό μου θάνατο;
Έκανα προσευχή και είδα τον Κύριο μέσα σε εκτυφλωτικό φως με το χέρι προτεταμένο να με καλεί… δεν φαντάζεσαι πόση ομορφιά είχε… “Κύριε, είπα, τί έχω να κερδίσω αν γίνω μοναχός και αφιερωθώ σε Εσένα;
Τότε ήρθε η ώρα για γεύση της Χάριτος. Για τις επόμενες 2 ώρες ένιωσα ένα Θείο μεθύσι όπου δεν μπορώ να στο περιγράψω. Μετά ήταν μονόδρομος. Τα άφησα όλα πίσω και άπαντες αναρωτιόνταν αν έχω αποτρελαθεί”.
-“Και τώρα εδώ; Πως είναι η ζωή σου;”
-“Τώρα πια βρήκα τον σκοπό της ύπαρξης μου. Το αξιοπερίεργο είναι ότι εκείνη τη γεύση Χάριτος δεν την ξαναβίωσα ποτέ από τότε. Την γεύτηκα σαν λαϊκός, αλλά όχι σαν μοναχός. Όμως δεν με πειράζει. Ζω σε μια ολοκληρωμένη αρμονία. Τα αγαπάω τα ράσα μου και μακάρι να είχα έρθει νωρίτερα εδώ”.
Είπαμε κι άλλα και πριν τον αποχαιρετίσω του ζήτησα να πει κάτι, ότι θέλει, για τους ανθρώπους που θα διαβάσουν το κείμενο αυτό.
– “Με όποια απασχόληση ή και φιλοσοφία κι αν καταπιαστεί ο άνθρωπος, πάντα θα του αγγίζει αυτή τον ναρκισσισμό του. Εδώ όμως, η Πίστη μας σε φέρνει αντιμέτωπο με την υπέρτατη Αλήθεια έξω αλλά και μέσα σου.
Να λέτε την ευχή. Είναι σωτήρια. Το “Κύριε” μας υπενθυμίζει την Κυριότητα του Άκτιστου Θεού επί των κτιστών. Του όλου δηλαδή. Το “Κύριε” μας υπενθυμίζει και την Παλαιά Διαθήκη, όπου η εικόνα περί Θεού δεν ήτανε ακόμη τόσο πολύ ξεκαθαρισμένη. Αργότερα ήρθε η Ενσάρκωση και έγινε για τους ανθρώπους όλους μας, πλέον συγκεκριμένος ο Θεός.
Έτσι λοιπόν “Κύριε Ιησού Χριστέ” μπορούμε και λέμε τώρα και έρχεται και το “ελέησον με” φανερώνοντας την διάθεση μας να μας καλύψει Εκείνος τα κενά.
Φεύγοντας, τον άφησα να κάθεται στην απεραντοσύνη.
Να ξαναζεί τα αθέατα.
Μας έδωσε ευλογία.