– Κείμενο: ερημίτης –
Μόλις κανείς περάσει την πύλη κάποιου μοναστηριού θα αισθανθεί έντονα την αντίθεση όπου επικρατεί εντός του σε σχέση με τη νοοτροπία του κόσμου.
Αντίθεση που γίνεται εντονότερη κατά την περίοδο της Μ. Σαρακοστής. Από τη μία γνωρίζω Πατέρες όπου ξημέρωμα Καθαράς Δευτέρας με μία χούφτα ξηρούς καρπούς και στην απόλυτη σιωπή αναχωρούν για την βαθύτερη έρημο σαν τους αρχαίους ασκητές, εκείνους που διαβάζουμε μες στο Γεροντικό. Από την άλλη, είναι πολλοί εκείνοι, εδώ στον έξω κόσμο όπου στην Καθαρά Δευτέρα βλέπουν απλώς μια ευκαιρία για ακόρεστη κατανάλωση σε εκλεκτό, παρ’ ότι δίχως κρέας, φαγητό.
Το κείμενο αυτό ωστόσο έχει την πρόθεση να καταδείξει κάποιες από τις βασικές μοναστικές συνήθειες και αρχές που θα μπορούσε εύκολα να μεταφέρει κάποιος “έξω” ο οποίος έχει την θέληση να αγωνιστεί μες στη Σαρακοστή. Με δύο λόγια, όπως το λέει ο τίτλος: Ασκητισμός στην πόλη.
Η ασέβεια είναι ένα χαρακτηριστικό του “χλιαρού” Ορθόδοξου Χριστιανού η οποία είναι εκ θεμελίων αντίθετη με τη ζωή εντός μοναστηριού. Ασέβεια όπου είτε αυτή εκφράζεται με τρόπο εμφατικό, είτε δια της πλαγίας οδού αφού μες στη συνείδησή του έχει ήδη ανεξαρτητοποιηθεί και δρα πέρα από ενθύμηση Θεού. Αυτό που δεν φαντάζεται ωστόσο, είναι ότι αυτή ακριβώς η “απόσχιση” η οποία συνοδεύεται και με ναρκισσισμό καθώς και με δικές του αξίες προσαρμοσμένες πάνω του και πάντα με το ένστικτο της αυτοδικαίωσης να είναι δεδομένο, αποτελεί μια μίμηση, αποτελεί μια εικόνα του διαβόλου ο οποίος και επέδειξε προς τον Δημιουργό αυτά ακριβώς τα χαρακτηριστικά.
Μες στη Σαρακοστή, τελούνται στους Ναούς πλήθος από Προηγιασμένες Θείες Λειτουργίες. Κάποιος όπου θα ήθελε να αγωνιστεί στα πρότυπα των ασκητών, μπορεί μέσα από το διαδίκτυο να ενημερωθεί γύρω από τους ναούς όπου έχει πρόσβαση σε αυτούς και ούτε λίγο ούτε πολύ μπορεί να εκκλησιαστεί μέχρι και καθημερινά. Όπως από την έρημο εώς τον ναό και αντίστροφα, που είναι το δρομολόγιο κάποιου ερημίτη μοναχού.
Η διάσπαση του νου, η κατάκριση και η ενδόμυχη αναζήτηση ηδονής είναι άλλη μια χτυπητή διαφορά για τον άνθρωπο του κόσμου σε σχέση με έναν μοναχό. Τόσο λοιπόν εντός ναού ή κι έξω από αυτόν, ο αγωνιζόμενος της Σαρακοστής οφείλει να βρει άπλετο χρόνο για ησυχία και σιωπή. Σε σχέση με ότι έκανε θα πρέπει να εξέλθει από τα όρια αυτά, θα πρέπει να ξεβολευτεί.
Θα χρειαστεί μια ενδοσκόπηση του εαυτού του εις βάθος, να ξεκινήσει ακόμη και μία αναδρομή από τα παιδικά του χρόνια να αναζητήσει εις βάθος αιτίες και αφορμές. Αυτό ιδανικά μπορεί να γίνει κρατώντας κομποσχοίνι, ενώ να πούμε ότι η Εκκλησία εξάλλου έχει σοφά αφήσει την ανάμνηση του 40ημέρου του Ιησού στην έρημο σε χρόνο φυσικό. Θα μπορούσε κάλλιστα να έχει ορίσει μία και μόνο ημέρα ως μέρα ενθύμησης αυτού του γεγονότος, όμως αυτή ακριβώς η διάρκεια είναι που δίνει χρόνο αρκετό να βγει κανείς πέρα από τα δικά του μέτρα.
Η προσκόλληση στα υλικά αγαθά είναι άλλο ένα θεμελιώδες χαρακτηριστικό του λαϊκού ανθρώπου. Βέβαια αν νιώσει μέσα του βαθιά κανείς πως όλα όσα κατέχουμε δεν είναι παρά μονάχα δανεικά, τότε ίσως να κλονιστεί η ψευδαίσθηση της ιδιοκτησίας και η εξιδανίκευσή της.
Κι εδώ έρχεται το από το Γεροντικό η παρακάτω φράση:
“Κελλίον σήμερον εμού.
Αύριον ετέρου.
Ουδέποτε τινός”.
Φράση που έγραφαν οι ασκητές έξω από τα κελλιά τους. Ή ακόμη πιο άμεσα αν προτιμάτε ή μέχρι και σοκαριστικά:
«Άφρον, ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου α δε ητοίμασας τίνι έσται΄;» (Λουκ. 12, 20)
Τουτέστιν: “Ανόητε, αυτή τη νύχτα θα παραδώσεις τη ζωή σου. Αυτά λοιπόν που ετοίμασες σε ποιόν ανήκουν;”
Ο ασκητής της πόλης καλείται να ανταπεξέρχεται στις κοινωνικές του υποχρεώσεις, όπως άλλωστε και κάποιος μοναχός στην καθημερινή τριβή του με άλλους αδερφούς ή μέχρι κι ο ερημίτης ασκητής που εκείνος έχει τους δαίμονες του. Μπορεί να δείχνει διαφορετικό, δείχνει όμως και ίδιο. Το πνεύμα Θεού είναι αυτονόητο στη συμπεριφορά, χωρίς όμως να υπάρχουνε και οι υπερβολές. Πάλι από το Γεροντικό διαβάζουμε ότι πολλοί ασκητές που έκαναν κάποιον κανόνα, συχνά τον παραμέριζαν για την αγάπη του αδερφού και τελικώς κάποιες φορές η στείρα εμμονή μας ακόμη και στο κομμάτι το θεολογικό γεννά μες στην καρδιά μας μία αλαζονεία.
Εξάλλου η νηστεία είναι ένα μέσο όπου συμβάλλει στην εκδίωξη του κτήνους μας και συνεπώς όλα θα πρέπει να έχουν την ίδια αυτή φορά.
Θα κλείσω το συνοπτικό αυτό κείμενο, με μία τεράστια ομοιότητα αλλά και συγχρόνως τεράστια διαφορά που έχει ο μοναχός σε σχέση με τον άνθρωπο εκτός:
Απο τη μία αμφότεροι υποπέφτουμε σε αμαρτίες την κάθε ώρα που περνά. Η διαφορά μας έγκειται στο γεγονός ότι ο μοναχός την κάθε αμαρτία λίγο μετά ή κι εν εξελίξει ακόμη, “την πιάνει στον αέρα”, μετανοεί, την διορθώνει και εκεί την σταματά. Από την άλλη ο λαϊκός, συχνά δεν την αντιλαμβάνεται. Συχνότερα θα δικαιολογηθεί για αυτή ή ακόμη θα την παινέψει.
Είναι η χαρμολύπη που τριγυρίζει εντός σου, αυτή η λίγο επώδυνη μα δημιουργική ή διαφορετικά θα είναι ο παλαιός σου άνθρωπος που πάλι θα τριγυρνάει άσκοπα στην Τεσσαρακοστή.