– Κείμενο: Ειρήνη Παπαγεωργίου –
Λευκή σελίδα, με γραμμές κι εγώ κοιτάζω στο κενό. Ψάχνω να βγάλω τις λέξεις να τις γεμίσω. Νιώθω πως έχω αποσυνδεθεί με το μέσα μου. Παρακολουθώ τις σκέψεις μου, να είναι χείμαρρος να με κατακλύζουν κι όμως δεν μπορώ να τις βάλω σε σειρά.
Μοιάζει η εικόνα στα μάτια μου, να βλέπω τη ζωή, σαν ένα τρενάκι του λούνα παρκ, απ’ αυτό που όταν το ανεβαίνεις, νομίζεις ότι η ψυχή θα φτάσει στο στόμα σου! Όχι η δική μου η ζωή. Η δική μου τώρα, είναι γαλήνια. Με τα μικρά της κ’ τα μεγάλα της, αλλά δεν μπορώ να είμαι αχάριστη κ’ να μην μετράω τις ευλογίες μου.
Είμαι λοιπόν σαν παρατηρητής της ζωής, στο τρενάκι του λούνα παρκ, ενός παλιού κακοσυντηρημένου όμως που τρίζει. Τρίζει και τρέχει. Κι επάνω, μικροί και μεγάλοι, φωνάζουν, σκούζουν, γελάνε άλλοι με τρόμο άλλοι με χαρά και όλοι με άγνοια!!!
Άγνοια για το ξεχαρβαλωμενο παλιό τρενάκι, που δεν είναι σίγουρο αν θα τελειώσει ομαλά την κούρσα του. Κι όμως, αυτοί οι άνθρωποι, το εμπιστεύτηκαν και μάλιστα πλήρωσαν για να το ανέβουν!
Κάπως έτσι λοιπόν αισθάνομαι αυτό τον καιρό. Ένας παρατηρητής του κόσμου αυτού που ζει(;) χαίρεται (;) διασκεδάζει (;)
Δεν συμμετέχουν όλοι σε αυτό το πανηγύρι. Κάποιοι είναι αρκετά πνιγμένοι στα προβλήματά τους. Οι άλλοι, χαμένοι στις επίπλαστες ανάγκες και στα όμορφα λούνα παρκ, πίσω από ένα κινητό να απαθανατίζουν τις στιγμές που… δεν ζουν! Και κάθε μέρα η ίδια επανάληψη, με παύσεις ενός συγκλονιστικού γεγονότος, που διαδέχεται το ένα το άλλο, τόσο γρήγορα που έχεις ξεχάσει κι όλας αυτό των προ πέντε ημερών!
Ξεσπάσματα και βαρύγδουπες δηλώσεις της στιγμής με μπόλικες δόσεις, αν όχι υποκρισίας τουλάχιστον ανεπίγνωστης σύγχυσης. Το κοινό σημείο στο παραλήρημα: “πώς φτάσαμε εδώ; Πώς έγιναν έτσι οι άνθρωποι;”
Όλοι γνωρίζουν ποιος φταίει. Όλοι έχουμε δίκιο. Όλοι είναι δίκαιοι δικαστές. Άμεμπτοι και σκληροί. Αλίμονο σε αυτόν που θα πέσει στα χέρια τους.
Κι αφού όλοι είμαστε καλοί, πώς υπάρχει όλο αυτό το κακό;
Αφού όλοι ξέρουμε να αγαπάμε, ποιοι είναι οι άλλοι που δεν μας αγαπούν;
Αφού όλοι δίνουμε και δινόμαστε πώς υπάρχουν άνθρωποι φτωχοί και μόνοι;
Αναπάντητα ερωτήματα μιας ονειροπαρμένης στις τρεις το πρωί, που ζωγραφίζει καρδούλες και λουλουδάκια, ψάχνοντας να συνεχίσει το κείμενο…
Μιας φαντασμένης, που νομίζει πως αυτή και λίγοι ακόμη σκέφτονται έτσι… κι όμως κάνω ακριβώς τα ίδια πράγματα.
Κρίνω, κατακρίνω, θυμώνω, οργίζομαι, βρίζω, δικάζω, αθωώνω, μισώ, κάνω πως αγαπώ και σαν τον Φαρισαίο λέω, σ’ ευχαριστώ Θεέ μου που δεν μοιάζω με τους άλλους. ΕΓΩ σε υπερασπίζομαι όμως!… Και;;;
Έχει ανάγκη ο Θεός την υπεράσπιση τη δική μου; Το φως υπάρχει ό,τι κι αν κάνω η δεν κάνω.
Ποιος Θεός είναι κακός και άδικος; Γιατί αν εγώ με τέτοια βρωμιά και υποκρισία ευημερώ, τότε ποιος καλός παραπονιέται; Κάθε μέρα ο ίδιος αγώνας. Κάθε μέρα κ’ ένα στραβοπάτημα. Κάθε μέρα κ’ μια προσευχή. Και αμφισβήτηση και ματαιοδοξία και στασιμότητα και άρνηση και ελπίδα και ενθουσιασμός και ηρεμία. Και πάλι απ’ την αρχή. Κάθε μέρα. Προσπαθώ να δαγκώνω τη γλώσσα μου πριν κρίνω… δύσκολο αλλά προσεύχομαι γι’ αυτό. Προσπαθώ όταν δικάζω να θυμάμαι τα δικά μου και να είμαι πιο επιεικής. Προσπαθώ να αγαπώ και αυτούς που με αγαπούν και αυτούς που δεν με αγαπούν. Αν το πρώτο είναι αληθινά δύσκολο το δεύτερο φαίνεται ακατόρθωτο. Προσπαθώ τουλάχιστον να προσεύχομαι για αυτούς. Και σιγά σιγά στην προσευχή, από τα χείλη που στέκεται για καιρό κάποτε κατεβαίνει στην καρδιά και προσθέτω ακόμα έναν… τότε, έτσι λίγο, φαντάζομαι την ευσπλαχνία Του.
Λίγο τη φορά να κάνω υπομονή, λίγο τη φορά να παραμείνω άνθρωπος κι ακόμα λίγο, μέρα τη μέρα. Να πέφτω και να σηκώνομαι. Να δαμάζω το μυαλό που θέλει να γίνει το αφεντικό μου και τους δύο εαυτούς που αντιμάχονται κάθε μέρα. Να πάψω να θρέφω το κακό. Αυτό το τέρας μέσα μου που αρχέγονα ρίζωσε γιατί ο άνθρωπος του το επέτρεψε με τη συγκατάθεσή του.
Καμιά φορά, αναρωτιέμαι: Ποιος δίνει πιο σκληρή μάχη. Αυτός που εγκατέλειψε τα εγκόσμια και τα απαρνήθηκε ή αυτός που ζει μέσα σε αυτά;;;;
Τελικά η απάντηση είναι η ίδια. Ο εχθρός είναι ο ίδιος. Ο εαυτός μας.
Καλό αγώνα για την Σαρακοστή που πλησιάζει.