– Κείμενο: Σου-ρεαλίστρια –
Υπάρχουν στιγμές που νοιώθεις ότι πνίγεσαι, ζορίζεσαι, πιέζεσαι. Θες να ανοίξεις την πόρτα και να αρχίσεις να τρέχεις όσο πιο γρήγορα μπορείς για να ξεφύγεις. Καμιά φορά το κάνεις κιόλας αλλά πάντα ξέρεις ότι είσαι αναγκασμένος να επιστρέψεις.
Ίσως γιατί πρέπει, ίσως γιατί αυτό είναι που θες πραγματικά.
Νοιώθεις ότι όλα είναι μάταια, καθώς ένα ένα τραπουλόχαρτο καταρρέει μπροστά στα μάτια σου από τον πύργο που με τόση προσήλωση έφτιαχνες. Σαν να τα βλέπεις, όλα γύρω σου διαλύονται και εξανεμίζονται. Θες να τα παρατήσεις όλα έτσι όπως είναι σκορπισμένα και ανακατεμένα στο πάτωμα του μυαλού σου και μαγικά να τα εξαφανίσεις φεύγοντας μακριά από αυτά. Μακριά από όλους, ακόμα και αυτούς που αγαπάς, γιατί τώρα… αυτή τη δεδομένη στιγμή που μπορεί να κρατήσει μια ώρα, μια μέρα, μια αιωνιότητα μέσα στο κεφάλι σου, πιέζεσαι τόσο πολύ που δεν αντέχεις ούτε να τους κοιτάς, ούτε καν να είσαι στον ίδιο χώρο.
Μισείς τον εαυτό σου, αναρωτιέσαι γιατί σε πιάνει και δεν μπορείς να σε ελέγξεις, νευριάζεις ή κλαις χωρίς προφανή αιτία ή για άπειρους λόγους, όλες σου οι ανασφάλειες σε τριβελίζουν, νοιώθεις αυτή την πίεση στο στήθος που σου κόβει την ανάσα και δεν μπορείς να ηρεμήσεις. Πελώριες και αδυσώπητες οι συμπληγάδες πέτρες και εσύ ανάμεσα τους προσπαθείς να τις πολεμήσεις για να μην σε συνθλίψουν αλλά δεν αντέχεις… τόση θλίψη… Δεν μπορείς να αντισταθείς, δεν μπορείς να αντιδράσεις. Ίσως γιατί δεν θες, ίσως γιατί δεν μπορείς, δεν σε νοιάζει τόσο, δεν μπορείς να το αναλύσεις και να το επεξεργαστείς, έχει κολλήσει το μυαλό, απλά αφήνεσαι.
Και φεύγεις, τρέχεις μακριά από όλους, μακριά από όλα.
Και που σταματάς; Που είναι το τέρμα σου; Τι ψάχνεις να βρεις;
Κοντοστέκεσαι ξαφνικά και συνειδητοποιείς ότι δεν ξέρεις καν που βρίσκεσαι.
Κοιτάς γύρω σου σαν χαμένος και τελικά είσαι εκεί ακριβώς από όπου ξεκίνησες.
Δεν έφυγες ποτέ.…
Γιατί όπως είπε και ο Χέμινγουεϊ: Δεν μπορείς να ξεφύγεις από τον εαυτό σου μετακινούμενος από το ένα μέρος στο άλλο.