gerontas-aimilianos-simonopetritis

Στον άλλον βρίσκουμε τον Κύριο

Γέροντας Αιμιλιανός ο Σιμωνοπετρίτης

Ενώ ζητάμε τον Θεό, ανακαλύπτουμε γύρω μας τους ανθρώπους. Εμείς ζητάμε Χριστόν και ανοίγοντας τα μάτια βλέπουμε τους ανθρώπους. Τότε αμέσως λέμε: Εγώ δεν γύρευα εσένα, τον Χριστόν θέλω. Και ξεχνάω ότι ο ξένος, ο φτωχός, ο φυλακισμένος, ο κάθε άνθρωπος δηλαδή, ο πλέον ταπεινωμένος και μάλιστα ο αμαρτωλός, ο εχθρός μου, αυτός που προσπαθεί να μου κόψει το κεφάλι, αυτός ακριβώς είναι για μένα ο Χριστός.

Δοκιμάζουμε λοιπόν αυτή την απογοήτευση, την σύγκρουση με το εγώ μας.
Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί, εφ’ όσον ζητάμε τον Χριστό διώχνουμε τον άνθρωπο; Διότι θεωρούμε ότι ο Χριστός μας σέβεται, ότι Τον έχουμε υποχείριο. Ο άνθρωπος όμως έχει στόμα, έχει κρίση, έχει γνώμη, έχει αυτιά, έχει θέλημα, έχει πάθη, έχει αδυναμίες, έχει απαιτήσεις, και φοβόμαστε μήπως χάσουμε την βασιλικότητα του εαυτού μας. Κλείνουμε λοιπόν την πόρτα και αγκομαχάμε, πονάμε, ταραζόμαστε, συμπλέκομε την ύπαρξή μας μαζί του με στάση αρνητική. Το αποτέλεσμα είναι ότι χάνουμε ευθύς αμέσως την σχέση μας με τον Χριστό.

Όταν ξεπεράσουμε το στάδιο αυτό και αρχίσουμε να αποδεχόμαστε τον άλλον όπως είναι, όταν τον αγαπήσουμε, όταν ζούμε γι’ αυτόν, θυσιαζόμαστε γι’ αυτόν, μελετάμε αυτόν, με το βλέμμα μας καταλαβαίνουμε και την βαθύτερη επιθυμία του και προτρέχουμε να την πραγματώσουμε, τότε αρχίζουμε να νοιώθουμε την παρουσία του Θεού.
Ανέγγιχτος ακόμη ο Θεός για μας, αλλά μας φαίνεται πως ακούμε τα βήματά Του, καταλαβαίνουμε ότι πλησιάζει. Είναι οι πρώτες σχέσεις που συνάπτουμε με τον Χριστόν.

Αλλά νοιώθετε τι αγώνας χρειάζεται, για να νικήσουμε τον παλαιστή εαυτό μας, που θέλει να εξουδετερώσει πάντα έτερον, για να μείνει μόνος του; Όπως δεν χωρούν δύο βασίλισσες μέσα σε ένα μελίσσι, έτσι δεν χωρούν μέσα σε μια καρδιά δύο θεοί. Γι’ αυτό θέλουμε να πετάξουμε τον άλλον από μέσα μας. Όμως, μόνον εάν μείνει ο άλλος, θα ανακαλύψουμε ότι αυτό είναι ο Χριστός. Στον άλλον βρίσκουμε τον Κύριο. Τότε η αγάπη του πλησίον, η παρουσία του, η ζεστασιά του, ο πόνος του, ο πόθος του, η κοινωνία του, μας κάνουν να αρχίσουμε να ζητάμε τον Χριστό και να ζούμε γι’ Αυτόν. Αρχίζει τώρα το προανάκρουσμα, το ξημέρωμα, η αίσθησης ότι έχω και εγώ δικαιώματα στην ζωή του Θεού. Από της στιγμής αυτής ο άνθρωπος δεν ικανοποιείται πια, δεν αναπαύεται με τίποτε. Μέχρι να φθάσουμε στην ώρα αυτή, μα αναπαύουν πολλά: το κρεβάτι μας, η προσευχή μας, οι επιτυχίες μας, ο έπαινος του άλλου· κάθε φορά έχουμε και κάτι που γεμίζει την ζωή μας…

Κάθε ημέρα η ζωή μας κινείται γύρω από κάτι. Αυτό είναι το πλήρωμά μας. Το πλήρωμα όμως του παντός είναι ο Χριστός.
Όταν ο άνθρωπος αρχίσει να νοιώθει τα επόμενα βήματα του Κυρίου, δεν υπάρχει πια τίποτε που να τον ικανοποιεί· δεν θέλει να σταματήσει πουθενά· γίνεται ακόρεστος, ανικανοποίητος· θέλει να νηστεύει πιο πολύ, να προσεύχεται πιο πολύ, να αγρυπνεί πιο πολύ, να αγαπά πιο πολύ· προ πάντων, έχει μία τάση να δίνεται πιο πολύ και να υπομένει τον Χριστόν: “Υπόμεινον τον Κύριον”. Δεν μπορεί να πονά παρά μόνον για τον Χριστόν. Δεν θέλει τίποτε άλλο παρά μόνον τον Θεόν. Ό,τι και αν του δώσεις, ό,τι και αν του πει, το δέχεται ευχαρίστως, αλλά από αγάπη σε σένα. Δεν δημιουργεί προβλήματα. Δεν ασχολείται με προβλήματα. Δεν ταράσσεται με τίποτε, διατηρεί την ειρήνη και την γαλήνη του· η δε ειρήνη του είναι μια προσδοκία του Θεού, ένα στάδιο από το οποίο πρέπει ο καθένας μας να περάσει.

Γίνεται λοιπόν αυτός ο άνθρωπος ειρηνικός, απροσπαθής. Δεν άγχεται με τίποτε, όλα τα κάνει, επειδή παίρνει μίαν εντολή, μίαν ευλογία· τα κάνει εν πληρότητι, εν τελειότητι· αυτός όμως σε τίποτε δεν σταματάει, παρά μόνον ζητάει τον Θεόν. Γι’ αυτό, δεν τσακώνεται για τίποτε, δεν μιλάει για τίποτε, δεν αρνείται τίποτε. Τότε αρχίζει να νοιώθει πως υπάρχει ζεστασιά, πως υπάρχει χνότο, όπως λέμε ότι υπάρχει ακόμη ανθρωπίνη ζωή σε κάποιον που πεθαίνει, αφού αντιλαμβανόμαστε την αναπνοή του με τον καθρέφτη που βάζουμε μπροστά του. Ο άνθρωπος δηλαδή αρχίζει να καταλαβαίνει ότι ζει· άνοιξε την καρδιά του και νοιώθει τον Θεόν…

error: Content is protected !!
Scroll to Top