pou-isoun-xriste-mou

«Πού ήσουν Χριστέ μου και δεν φάνηκες από την αρχή;»

Μετά τους πρώτους πειρασμούς, ο Άγιος προσεύχεται με πιό πολλή πίστη. Οι πρώτες νίκες κατά του διαβόλου του δίνουν θάρρος και δύναμη. Η νηστεία και η σκληραγωγία γινότανε πιό αυστηρή.
Εκτός από το ελάχιστο ψωμί, που έτρωγε κάθε δύο, τρείς ή και τέσσερις μέρες, ούτε λάδι, ούτε κρασί, ούτε καμιά άλλη τροφή έβαζε στο στόμα του. Κοιμότανε πάνω σε μιά παλιά ψάθα ή και εντελώς κάτω στο χώμα.

– Οι νέοι πρέπει να αγωνίζονται, έλεγε. Πρέπει να βασανίζουν τη σάρκα, γιατί έτσι μονάχα εξασθενίζουν τις ηδονές και δυναμώνουν το πνεύμα.
Δεν άφηνε ο Άγιος τις ώρες του να περνούν σε ραθυμία. Πάντοτε βρισκότανε σε κίνηση κι ενέργεια. Προετοίμαζε τον εαυτό του και για νέες συγκρούσεις με τον διάβολο. Ήξερε καλά, πως εκείνος θα συνέχιζε να τον πολεμά. Γνώριζε καλά, πως ο αιώνιος εχθρός της ψυχής κάθε χριστιανού, θα κτυπούσε και πάλι.
Για ν’ ανεβάσει, λοιπόν, ακόμη πιό ψηλά τον αγώνα και την άθλησή του την χριστιανική, καταφεύγει σ’ ενα παλαιό τάφο κι απομονώνεται. Εκεί του φέρνει την λίγη τροφή του, από καιρού εις καιρό, κάποιος ευσεβής χριστιανός. Ο τάφος αυτός ήταν ένα άνοιγμα σε ένα βράχο γιατί έτσι ήταν παλιά οι τάφοι.

Ο Σατανάς επιτίθεται λυσσαλέα.
Ο Άγιος Αντώνιος έμενε μονάχος μέσα στο μνήμα και προσευχόταν ασταμάτητα.
Αυτή η πράξη θεωρείται παράξενη για μας που δεν μπορούμε να καταλάβουμε το μυστήριο της ψυχής που αναζητά το Θεό με ιερό πάθος.
Όταν ο άνθρωπος είναι αποκομμένος από το Θεό, τότε και και χρυσοστόλιστη να είναι η κατοικία του, μεταβάλλεται σε κόλαση, γιατί δεν υπάρχει η Θεία ζωή που δίνει ο Θεός.
Όμως ο άνθρωπος που έχει μέσα του το Θεό, ακόμη κι αν ζει σε τάφο τότε ο τάφος μεταβάλλεται σε παράδεισο γι’ αυτόν.
Η ηρωική αυτή πράξη έφερε την αναστάτωση στον κόσμο των δαιμόνων. Δεν άντεχαν να βλέπουν ένα ζωντανό ασκητή να μένει στο χώρο του θανάτου και να βιώνει με προσευχή τη ζωή και να περιμένει την ανάσταση.

Μιά νύκτα λοιπόν, πλήθος δαιμόνων με μεγάλη μανία και με μίσος ανθρωποκτόνο όρμησαν εναντίον του Αγίου και τον κτύπησαν βάναυσα με σκοπό να τον θανατώσουν, για να σβήσουν τα ίχνη του από τη γη. Όμως οι δαίμονες μπορούν να βασανίσουν τον άνθρωπο και να τον πειράξουν, αλλά δεν μπορούν να τον θανατώσουν. Την ώρα του θανάτου την αποφασίζει ο ίδιος ο Θεός. Οι δαίμονες, αφού κτύπησαν μέχρι προθύρων θανάτου, τον άφησαν εκεί μέσα στο μνήμα λιπόθυμο από το πολύ ξύλο για να πεθάνει.
Όμως η Πρόνοια του Θεού ενήργησε και διήγειρε πνεύμα στην ψυχή του βοηθού του Αγίου, ο οποίος έξω από το προγραμματισμένο, πρίν από την καθορισμένη μέρα πήγε στο μνήμα να του φέρει ψωμί και νερό.

Μόλις άνοιξε την είσοδο του τάφου είδε τον Άγιο Αντώνιο πεσμένο στο έδαφος σαν νεκρό. Τότε αμέσως τον σήκωσε και τον μετέφερε στο Κυριακό που ήταν ένα οίκημα αφιερωμένο στον Κύριο. Εκεί μαζεύτηκαν οι συγγενείς και οι γνωστοί του και τον παράστεκαν, γιατί νόμιζαν πως θα πέθαινε. Όμως τα μεσάνυκτα συνήλθε ο Άγιος και ξύπνησε. Τότε είδε οτι κοιμόντουσαν όλοι, όσοι ήλθαν να του παρασταθούν. Μόνο ο βοηθός του έμενε άγρυπνος.
Ο Άγιος έκανε νεύμα στο βοηθό του να τον σηκώσει και να τον ξαναπάει στο μνήμα από όπου τον είχε πάρει!
Ο βοηθός του, αφού τον στήριξε και τον βάσταξε, τον πήγε στον τάφο όπου τον ξανάκλεισε μέσα.
Έμενε λοιπόν ο Άγιος μέσα στον τάφο ξαπλωμένος και προσευχόμενος συνεχώς, με ιερό ζήλο, ενώ το σώμα του δεν μπορούσε να σηκωθεί από τους πόνους.

Οι δαίμονες τον περιτριγύρισαν πάλι απειλητικά. Ο Άγιος όμως τους έλεγε:
– Εδώ είμαι. Δεν φεύγω από τις μαστιγώσεις σας. Εάν και περισσότερα κακά μου κάνετε, πάλι δεν μπορείται να με χωρίσετε από την αγάπη του Χριστού και Σωτήρα μου.
Οι δαίμονες, βλέποντας τον Άγιο να προσεύχεται ακόμη και πληγωμένος, χωρίς να φοβάται, αγρίεψαν περισσότερο. Έκαναν τόσο δυνατό θόρυβο, ώστε φάνηκε οτι σείσθηκε ο τόπος και σχίσθηκαν οι τέσσεροις τοίχοι.
Στη συνέχεια οι δαίμονες μετασχηματίστηκαν, κατά φαντασίαν, σε ερπετά και θηρία, για να τον τρομοκρατήσουν. Γέμισε ο τόπος από λιοντάρια, αρκούδες, λεοπαρδάλεις, φίδια, λύκους και άλλα φρικτά θεάματα. Το κάθε ένα απειλούσε με το δικό του σχήμα και με τον δικό του τρόπο.

Τα λιοντάρια έβγαζαν άγριους βρυχηθμούς και ορμούσαν να τον κατασπαράξουν. Οι ταύροι ορμούσαν να τον κερατίσουν. Οι σκορπιοί και τα φίδια ορμούσαν να τον δαγκάσουν και να τον φαρμακώσουν. Οι λεοπαρδάλεις και οι λύκοι ορμούσαν να τον καταξεσκίσουν και να τον φάνε. Και ανάλογα εκδηλώνονταν τα φαινόμενα εκείνα θηρία. Τα κτυπήματα τους ήταν φοβερά και η αγριότητα τους αβάστακτη, ανυπόφορη.
Ο Όσιος συνθλιβόταν από όλα αυτά και υπέμενε καρτερικά τα φοβερά τους κτυπήματα. Αισθανόταν φοβερό πόνο στο σώμα του. Όμως στην ψυχή ήταν άφοβος και άγρυπνος. Ενώ στέναζε από σωματικό πόνο, η ψυχή του ήταν ανυπόταχτη και ανυποχώρητη. Και αντιμετωπίζοντας και καταφρονόντας τους δαίμονες έλεγε:

– Εάν είχατε δύναμη, τότε έφθανε ένας και μόνος από σας να με πολεμήσει. Αλλά επειδή ο Δεσπότης σας έχει κόψει τα νεύρα και σας έχει αφήσει δίχως δύναμη, γι’αυτό προσπαθείτε με το πλήθος και την υποκρισία να με φοβίσετε μετασχηματιζόμενοι σε μορφές θηρίων. Εαν λάβατε την εξουσία από άνω εναντίον μου μη αμελείτε. Αν όμως δε λάβατε εξουσία, τότε γιατί αναστατώνεσθε άδικα;
Οι δαίμονες ενώ εμπαίζονταν από τον Άγιο και προσπαθούσαν ανήμποροι να τον βλάψουν, έτριζαν τα δόντια και τον απειλούσαν.
Τέλος, ο Κύριος που δε λησμόνησε τον Άγιο Του, ήρθε σε συμπαράσταση και σε βοήθεια του. Τότε ο Άγιος Αντώνιος είδε τη στέγη του τάφου σαν να ανοιγόταν και μια αχτίδα φωτός να έρχεται πρός αυτόν. Αμέσως οι δαίμονες εξαφανίσθηκαν αιφνιδιαστικά και έπαψε ο πόνος του σώματος. Θεραπεύθηκαν όλα τα σημάδια από τις πληγές που του προκάλεσαν οι δαίμονες.
Τότε ο Άγιος, που αισθάνθηκε την ευεργετική επίσκεψη του Θεού, προσευχήθηκε με τα εξής λόγια.

– Πού ήσουν Χριστέ μου και δεν φάνηκες από την αρχή, να σταματήσεις τις οδύνες και τους πόνους μου;
Τότε ακούσθηκε η θεία φωνή και του είπε.
– Αντώνιε, εδώ ήμουν αλλά καρτερούσα να δω τον αγώνα σου. Επειδή λοιπόν υπέμεινες και δε νικήθηκες, θα είμαι βοηθός σου πάντοτε και θα σε κάνω ονομαστό σε όλο τον κόσμο.
Ο Άγιος, ακούοντας αυτά τα λόγια, σηκώθηκε και προσευχόταν. Αισθανόταν περισσότερη δύναμη στον εαυτό του από οτι σε όλη του τη ζωή. Μετά τον σκληρό αγώνα, ακολουθεί το στεφάνι της νίκης. Μετά την απειλή του Άδη, έρχεται η φωνή του Ουρανού…
Όλα αυτά συνέβαιναν, όταν ο Άγιος ήταν 35 ετών.

error: Content is protected !!
Scroll to Top