Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης
Έλεγε ο γέροντας: «Όταν ήμουν στα Κατουνάκια, στο Κελλί του Υπατίου, ένα απόγευμα, έλεγα συνέχεια την ευχή. Γύρω στις έντεκα την νύχτα γέμισε ξαφνικά το κελλί με ένα φως γλυκό, ουράνιο. Ήταν πολύ δυνατό, αλλά δεν σε θάμπωνε. Κατάλαβα όμως ότι και τα μάτια μου “δυνάμωσαν”, για να μπορώ να αντέξω αυτήν την λάμψη.
Όσο ήμουν σε αυτήν την κατάσταση, μέσα στο θείο εκείνο φως, ήμουν σ’ έναν άλλον κόσμο, πνευματικό. Αισθανόμουν μια ανέκφραστη αγαλλίαση και το σώμα μου ανάλαφρο: είχε χαθεί το βάρος του σώματος. Ένιωθα την Χάρη του Θεού, τον θείο φωτισμό. Θεία νοήματα περνούσαν γρήγορα από το νου μου σαν ερωταποκρίσεις. Δεν είχα προβλήματα, ούτε θέματα να ρωτήσω, όμως ρωτούσα και είχα συγχρόνως και την απάντηση. Ήταν ανθρώπινα λόγια οι απαντήσεις, είχαν όμως και θεολογία, αφού ήταν θείες. Και τόσο πολλά όλα αυτά, ώστε αν τα έγραφε κανείς, θα γραφόταν άλλος ένας Ευεργετινός.
Αυτό κράτησε όλη την νύχτα, μέχρι τις εννέα τα πρωί. Όταν πια χάθηκε εκείνο το φώς, όλα μου φαίνονταν σκοτεινά. Βγήκα έξω και ήταν σαν νύχτα. «Τί ώρα είναι; Δεν έφεξε ακόμη;» ρώτησα έναν μοναχό που περνούσε από εκεί. Εκείνος με κοίταξε και μου απάντησε με απορία: «Τί είπες, πάτερ Παΐσιε;» «Τί είπα;» αναρωτήθηκα και μπήκα μέσα. Κοιτάζω τα ρολόι και τότε συνειδητοποίησα τι είχε συμβεί. Η ώρα ήταν εννιά το πρωί, ο ήλιος ψηλά κι εμένα η ημέρα μου φαινόταν σαν νύχτα!
Ο ήλιος δηλαδή μου φαινόταν ότι ίσα-ίσα φώτιζε: σαν να είχε γίνει έκλειψη ηλίου. Ήμουν σαν έναν που πετιέται απότομα από το δυνατό φως στα σκοτάδι. Τόσο μεγάλη η διαφορά».
Από το βιβλίο «Λόγοι ΣΤ’ Περί Προσευχής», εκδ. Ιερόν Ησυχαστήριο Ευαγγελιστής Ιωάννης Θεολόγος