– Από τον π. Δαμιανό –
Μας βλέπει ο Θεός και μάλλον γελά με την κατάντια του εξόφθαλμου μίσους μας ή με την υποκρισία της δήθεν αγάπης μας, που είναι η κατάντια της κατάντιας. Καλύτερα να γνωρίζεις ότι ΔΕΝ αγαπάς, παρά να προσποιείσαι ότι αγαπάς, ενώ όλη σου η ζωή είναι απολύτως ταυτόσημη με το συμφέρον, την απέχθεια, την ιδιοτέλεια. Να θυμίσω μια πανίσχυρη νομοτέλεια, την οποία όλοι μας γνωρίζουμε: ο άνθρωπος δεν αντέχει να ζήσει για πολύ δίχως την από Θεού αγάπη· την αγάπη που είναι καρπός από τον διά της θείας χάριτος κεκαθαρμένο άνθρωπο.
Όμως, η αγάπη είναι το πιο «επικίνδυνο» μυστήριο για τον ασύνετο άνθρωπο. Τα ξέρουμε όλα, δεν έχουμε ανάγκη από καμιά σωτήρια εμπειρία, συμβουλή, γνώση ή έστω πληροφορία. Είμαστε αδιάφοροι για την ωραία υπευθυνότητα που θα έπρεπε πηγαία να έχουμε μέσα μας. Είμαστε απρόσεκτοι ως προς τα όρια που θα έπρεπε να έχει καλλιεργήσει προ πολλού ο σκληρά απαιτητικός εαυτός μας έναντι των άλλων, τους οποίους εργαλειοποιούμε για να «σώσουμε» το πορνοστάσιο της αλλοτριωμένης ζωής μας. Επειδή απωθούμε καθημερινά τη φωνή και παρουσία του Θεού, γι’ αυτό και δρούμε μονίμως πρόχειρα, ασόβαρα, με αβάθεια, με κυνισμό, με αναισθησία, με κάθε σαρκική απρέπεια, σε αυτόν ή σε αυτήν που έχουμε μπροστά μας.
Η αγάπη είναι το μόνο που δεν μας απασχολεί και δεν μας εμπνέει. Δεν μας ενδιαφέρει καν να αγαπήσουμε· μας νοιάζει μόνο πώς να εισπράξουμε σε υπέρτατο βαθμό την ικανοποίηση της φιλαυτίας μας, των ακραίων και ανισόρροπων θελημάτων μας, του επιτακτικού έλεγχου της ζωής και του προσώπου του άλλου, της καλπάζουσας φαντασίας μας, της εκμηδένισης της αξιοπρέπειας του άλλου. «Αγαπάμε» μόνο για να τα ελέγχουμε όλα στυγνά· «αγαπάμε» για να απαιτούμε ασύστολα πολλά και εξεζητημένα· «αγαπάμε» ίσα για να κατέχουμε τη ζωή του δήθεν αγαπημένου ή της δήθεν αγαπημένης μας και να κυριαρχούμε συνεχώς έναντί του· «αγαπάμε» για να επιδεικνύουμε τον ψευδοπλουτισμό και την κατ’ επίφαση καταξίωση, δύναμη και υπεροχή μας. Αεροπλάνα, αμάξια, διόροφα σπίτια, εξοχικά, πιστωτικές, ταξίδια, καταναλωτικές υστερίες, «φρου-φρου κι αρώματα»… απ’ όλα έχει ο χέρσος μπαξές του κακοαναθρεμμένου εαυτού μας.
Φτιάχνουμε μια αγάπη στα μέτρα μας, υπόδουλη στα σχέδιά μας, πλήρως εναρμονισμένη στην αφώτιστη αντίληψή μας, και απαιτούμε μετά μιαν άλλη τοξική αγάπη που ισοδυναμεί με υποταγή, με τυραννία, με κακότητα και βαναυσότητα. Μετά, έρχεται η εφιαλτική σιωπή που γίνεται παγωμένη ταφόπλακα για την καρδιά. Τίποτα δεν μας σώζει «εκεί». Δεν μας καταλαβαίνει και δεν μας ακούει κανείς, γιατί όλοι μάς καμαρώνουν θαυμάζοντας την άψογη εικόνα μας, αγνοώντας το πώς είναι πραγματικά το είναι μας. Μετά κι εμείς παύουμε ν’ ακούμε τον έλεγχο της συνείδησής μας, που μας κατηγορεί πανδίκαια για το πόσο πολύ φταίξαμε από την αρχή της κατρακύλας μας. Μετά, πολύ αναπόδραστα, αυτή η κρετινοαγάπη γίνεται μοιραία μια ανείπωτη κόλαση που αφανίζει, σκοτώνει και νεκροποιεί. Μετά, μια τέτοια φρικτή, μεταλλαγμένη και μισάνθρωπη αγάπη, που μόνο αγάπη δεν είναι, φέρνει την αντίδραση, τη ζηλοφθονία και βαθμιαία τη σαπίλα της σχέσης, με αποτέλεσμα να βλέπεις κάτω από ένα κεραμίδι να ζουν και να «τρομο-συν-υπάρχουν» συμβατικά δύο ξένοι.
Ξένοι ήταν πάντα: από την αρχή που νόμιζαν ότι αγαπιόντουσαν, μέχρι το τέλος που, μέσα από τα συντρίμμια του εαυτού τους, κατάλαβαν ότι δεν αγαπήθηκαν ποτέ, μονάχα ότι μισιόντουσαν ανομολόγητα. Γιατί; Γιατί δεν έκαναν, δεν θέλησαν να κάνουν ποτέ τους έναν φιλότιμο (εσωτερικό, ψυχολογικό, πνευματικό, εγκάρδιο) αγώνα για την ατόφια αγάπη, την οποία θεωρητικά μεν θα ήθελαν τόσο πολύ να ζήσουν, πλην όμως τελικά δεν έζησαν, γιατί δεν είχαν εκείνη τη θεοειδή αγάπη που συνεχώς μισεί, αντίκειται και νικάει τον εχθρό της, δηλαδή τον κακό εαυτό μας.
Αδιαφορούμε «αυτοεγκληματικά» να βιώσουμε τη θεϊκή αγάπη μέχρι του σημείου του αναγκαίου «αυτομίσους» (αγ. Σωφρόνιος Σαχάρωφ). Γιατί η αγάπη, για να είναι όντως αγάπη, παρουσιάζει συνεχώς όχι λίγες υπερβάσεις, οι οποίες δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν αν δεν υπάρχει το «αυτομίσος», η αυταπάρνηση, η θυσία. Ό,τι δεν μας έμαθε (κι ούτε θα μας μάθει ποτέ) ο σύγχρονος κόσμος, η σύγχρονη οικογένεια, οι σύγχρονοι γονείς, κυρίως η σύγχρονη μητέρα, κατά την ενδομήτρια ύπαρξή μας και γαλούχηση. «Άξια ων επάθαμεν, απολαμβάνομεν!». Οι ψευδοαγάπες μας είναι στ’ αλήθεια οι καταστροφές μας· αυτές που τορπιλίζουν τις σχέσεις μας, την ίδια τη ζωή μας.