– Κείμενο: ερημίτης –
Ίσως να έχει μια κάποια μικρή αξία η παρακάτω προσωπική μου εμπειρία.
Πρέπει να ήταν Φεβρουάριος νομίζω, του 2000. Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος βρισκόταν τότε στο επίκεντρο της δημόσιας ζωής, με εκείνο το χαρακτηριστικό του εκρηκτικό ταμπεραμέντο οπού είχε προκαλέσει πονοκέφαλο σε ένα ολόκληρο σύστημα εξουσίας, που τον ακολουθούσε ενα τεράστιο πλήθος όπου και αν μιλούσε και που το συγκινούσε.
Νεαρός τότε εγώ, ροκάς, μ’ ένα μαλλί μακρύ, μέσα στα μαύρα ρούχα και άθεος, εκείνο το βράδυ βρέθηκα μποτιλιαρισμένος, για κάποιον λόγο άγνωστο, με το πολύ σπορ αμάξι που οδηγούσα τότε -όχι ακριβό, αλλά σπορ- επάνω στην πλατεία Συντάγματος, στην Αθήνα, στα πλάγια και στο ύψος περίπου καμιά τριανταριά μέτρα μετά το “Grande Bretagne”, για να δώσω μια εικόνα σε όσους ξέρουν.
Ήμουν σε μια μεσαία λωρίδα ακινητοποιημένος και έχει σημασία αυτό, διότι όπως χάζευα τριγύρω μου, δεν άργησα να αντιληφθώ ότι διαγώνια πίσω και αριστερά μου ακριβώς, είχε επίσης πέσει θύμα μποτιλιαρίσματος ένα πολυτελές μαύρο αυτοκίνητο της Αρχιεπισκοπής.
Τότε ήταν που φαντάστηκα πως μέσα ίσως βρισκόταν ο Αρχιεπίσκοπος -ο περίφημος- και γύρισα ολόκληρος να δω. Και έτσι ήταν στ’ αλήθεια, όμως είχε στραμμένο το κεφάλι του, πίσω του, αριστερά διαγώνια κι εκείνος, παράλληλα με εμένα, σαν κάτι να παρατηρούσε έντονα προς τη μεριά που είναι περίπου το κτίριο της Βουλής. Μου ήταν αδύνατον να δω το πρόσωπο του από εκεί και έτσι μετά από λίγο βρέθηκα, ούτε πολύ ουτε λίγο, να έχω γυρίσει σχεδόν την πλάτη μου στο τιμόνι, διότι ακόμη πάλευα να δω αν πράγματι είναι αυτός, να τον ταυτοποιήσω.
Ήμουν άθεος. Με τις φιλοσοφικές μου αναζητήσεις τότε, με τα διαβάσματα μου “περί ενεργειών του σύμπαντος”, αλλά η περίπτωση του, η αντισυστημική του δράση, μου είχε προκαλέσει τότε, η αλήθεια είναι, κάποιο ενδιαφέρον.
Τότε και μετά από κάποιες στιγμές αμφιβολίας, βλέπω ξαφνικά μπροστά μου το πρόσωπο όντως του Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου, το οποίο όμως να εκτελεί αποφασιστικά μια κίνηση πάρα πολλών μοιρών, να περιστρέφεται και να κρατάει τελικά το βλέμμα του έντονα επάνω σε… εμένα.
Το ύφος του γεμάτο αυτοπεποίθηση, αποφασιστικό αλλά και πράο… δεν ξέρω πως να το περιγράψω… -να, φανταστείτε το ακριβώς όπως στη συνοδευτική εικόνα- ο οποίος τώρα έβλεπε ένα αλλόκοτο θέαμα: έναν ανόητο ροκά ευρισκόμενο ανάποδα στο αμάξι του, εκτός θέσης, να έχει αγκαλιά την πλάτη του καθίσματος, να τον παρατηρεί…
Με κοίταγε με αυτό το ύφος που προανέφερα, παρατεταμένα.
Ήρθα σε αμηχανία, κάτι έπρεπε να κάνω. Έδειχνα ήδη ηλίθιος εντελώς. Και έκανα κάτι απλοϊκό και ίσως λιγάκι αφελές: σήκωσα το δεξί μου χέρι, το κούνησα πέρα δώθε και σε συνδυασμό με ένα χαμόγελο μου, όλο αυτό μας έκανε έναν κάπως παιδιάστικο χαιρετισμό.
Προς έκπληξη μου, η αντίδραση του Αρχιεπισκόπου ήταν να αρχίσει να γελάει πολύ. Σήκωσε το χέρι του και μου ανταπέδιδε την ίδια ακριβώς κίνηση αλλά πολύ πιο έντονα από εμένα. Το γέλιο του και ο αυθορμητισμός του με είχαν ήδη συνεπάρει και γέλασα πιο πολύ. Με τη νεανική μου ορμή μετά, του έδειξα το χέρι μου που είχα σφίξει σε γροθιά και με τα χείλη μου σχημάτιζα μια λέξη τώρα, αθόρυβα κι αργά: ” γ ε ρ ά”.
Ο Αρχιεπίσκοπος βλέποντας με και διαβάζοντας το στόμα μου, άρχισε να γελάει περισσότερο από πριν και μου έγνεφε καταφατικά, μιμούμενος την κίνηση μου επίσης. Το όλο περιστατικό, μου έμοιαζε παράδοξο, μη πιστευτό. Με είχε ανεβάσει πλάι του ενώ παράλληλα είχε κατέβει στο επίπεδο το δικό μου.
Εγώ ήμουν ο ροκάς, μα εκείνος ο ροκ σταρ.
Η απροσδόκητη παντομίμα μας συνεχίστηκε. Στην ήδη σφιγμένη μου γροθιά σήκωσα τον αντίχειρα και του έκανα κάτι σαν “λάϊκ” όπως θα λέγαμε και στο Facebook, κάποια χρόνια νωρίτερα πριν καν αυτό να δημιουργηθεί. Εκείνος όλο γελούσε, γελούσε, σαν να ‘χε την αθωότητα μέσα του που έχει ένα παιδί. Μου το ανταπέδωσε κι αυτός.
Σε κάποιο σημείο είδα ότι άρχισε να με ευλογεί. Εγώ δεν ήξερα από αυτά τα πράγματα και ούτε και πίστευα τότε σε αυτά, όμως βεβαίως το εκτίμησα διότι εκείνη την ώρα μου έδινε ότι καλύτερο είχε. Θυμάμαι τότε έμεινα λιγάκι σκεπτικός, το χέρι μου το έφερα στο στήθος τελικά και του έδειξα την καρδιά μου…
Βράδυ χειμώνα μιας καθημερινής, στο πιο κεντρικό σημείο της Ελλάδας – εκείνο όπου λίγους μήνες μόλις αργότερα θα γέμιζε ασφυκτικά, με ένα του απλό κάλεσμα, μαζί με όλους τους γύρω δρόμους- τώρα εντελώς αθέατα, χω¬ρίς κάμερες παραδίπλα -κι αυτό είναι σημαντικό- ο τελευταίος μεγάλος ηγέτης της πατρίδας μας κάθεται και αστειεύεται επί 2 λεπτά της ώρας στη νοηματική, με έναν ατίθασο νεαρό, σαν να ‘ταν φιλαράκια. Σημειωτέον η όλη αυτή βουβή συνομιλία είχε σαν μουσική υπόκρουση μία σκληρή ροκ μελωδία που έβγαζαν τα ηχεία στο αυτοκίνητό μου.
Δεν ξέρω αν καταλαβαίνετε, αλλά ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, αθέατος, κλεισμένος μέσα σε ένα αμάξι ήταν ακόμη κι έτσι, πιο ηγέτης και πιο επικοινωνιακός, απ’ ότι ένας σύγχρονος πολιτικός στημένος και σκηνοθετημένος που βγάζει ένα διάγγελμα σε ολόκληρο λαό…
Απόψε, θυμήθηκα εκείνη τη βραδιά κι αυτή τώρα μου προκαλεί μία αίσθηση γλυκόπικρη. Βεβαίως δεν ήμουν σε θέση τότε ώστε να εκτιμήσω το τί έβλεπε αυτός ο άνθρωπος και το τί προσπάθησε ολόψυχα να κάνει, την οικονομική αλλά και πνευματική επίθεση που δέχτηκε μετέπειτα η χώρα, όπως άλλωστε το είχε προαναγγείλει.
Επίσης, πολύ περισσότερο, δεν ήμουν σε θέση να εκτιμήσω τότε, το τί δυνάμεις θα χρειαζόταν να εξασκηθούν εναντίον του κι αυτό το σταματάω εδώ.
Τότε το μόνο βέβαιο, αυτό που μέσα μου ήξερα, είναι πως είμαι απλά ένας ανέμελος ροκάς που κάποτε είχε πει κι αυτός, όπως και τόσοι άλλοι: “Χριστόδουλε, σε πάω”.
Εις μνήμην μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου, +28 Ιανουαρίου 2008
Αθάνατος.