– Κείμενο: ερημίτης –
Ο δρόμος, οι ρυθμοί της πόλης, το πλήθος που συνωστίζεται μια ιδιαίτερη ημέρα να δει κάτι ξεχωριστό. Πλήθος που ταλαντεύεται την κάθε νέα χαραυγή ανάμεσα σε μια μικρή οδύνη και ηδονή.
Κι ο Ιησούς περνάει και οι εκδηλώσεις πάμπολλες κι οι Απόστολοι Του ανοίγουνε τον δρόμο.
Και δεν συμβαίνει τίποτα. Ούτε ένα θαύμα σήμερα, ούτε ένας λόγος έστω, αποκαλυπτικός.
Έχει να κάνει αυτή η Κυριακή με εκείνη την κίνηση ψυχής, την τόσο πολύ λεπτή ώστε να γίνει αντιληπτή απ’ τα πλήθη, αντιληπτή απ’ τα ήθη.
Κι οι Κυριακές αυτές μας πάνε ως τη Μ. Σαρακοστή, φτάνοντας μέχρι το Άγιο Πάσχα. Και η Κυριακή αυτή ανούσια και αθέατη άμα δεν βιωθεί. Ανούσιο και το Πάσχα.
Ο Ζακχαίος επάνω σε μία συκομουριά. Σαν ένας πρώιμος ασκητής, σφιχτά κρατάει το κλαδί σαν να ‘ναι κομποσχοίνι και από κάτω ανία και θάνατος αργός.
Άνθρωπος σκαρφαλωμένος επάνω σε ένα δέντρο, μες στον συνωστισμό. Και όλα ακόμη εδώ… Ο Ιησούς εδώ, παρούσα και η πεζή ζωή, ως και το εν λόγω δέντρο προνόησε ο Θεός και σώζεται ως τις μέρες μας απ’ την Ιεριχώ.
Ζητείται μόνο η κίνηση η λεπτή κι εσύ που σκαρφαλώνεις.
Και μόλις ήρθε στον τόπο εκείνο, ο Ιησούς σήκωσε το βλέμμα και είπε προς αυτόν: «Ζακχαίε, σπεύσε και κατέβα, γιατί σήμερα πρέπει να μείνω στον οίκο σου». (Λουκ. 19,5)