fovou-tous-danaous

“Φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντας”

Κι εκεί απάνω, πρώτος με μακριά ξοπίσω ακολουθία ο Λαοκόων
κατέβαινε απ’ της πόλης την ψηλήν ακρόπολη και έτσι ξαναμμένος
από μακριά τούς έκραξε «Προς τι η τόση αφροσύνη, συμπολίτες;
Πιστέψατε πως φύγαν οι εχθροί; Θαρρήσατε των Δαναών τα δώρα
λεύτερα από δόλο; Δηλαδή ξεχάσατε ποιος είναι ο Οδυσσέας;
Στο ξύλο τούτο μέσα Αχαιοί θα κλείστηκαν και θα φυλάν κρυμμένοι•
ή τούτη η μηχανή έχει φκιαχτεί ενάντια στης πόλης μας το κάστρο,
να κατοπτεύει σπίτια από ψηλά, ένας βραχνάς επάνω από την Τροία,
ή κάτι πονηρό παραφυλά. Τον ίππο, Τεύκροι, μην εμπιστευθείτε.
Ό,τι κι αν είναι, εγώ τους Δαναούς και δώρα όταν φέρνουν τους φοβάμαι».
Μίλησε και με χέρι στιβαρό σφεντόνιασε ένα τεράστιο δόρυ
απάνω στου θεριού τα πλαϊνά, εκεί που αρμοί κυρτώναν την κοιλιά του.
Με τρέμουλο καρφώθηκεν αυτό, τραντάχτηκε από κάτω η γαστέρα,
το κοίλο μέσα βόγκηξε, αχό ανάδωσε το κύτος απ’ τα βάθη.
Κι αν ήταν ριζικό από θεό, ο νους μας αν δεν ήταν στραβωμένος,
ξεχάρβαλο με τα σιδερικά θα κάναμε των Αργειτών την κρύπτη,
θα έστεκεν η Τροία και εσύ, κάστρο ψηλό του Πρίαμου ολόρθο
θα έστεκες.
Βιργίλιος, Αινειάδα (στ. 40-56, 2ο βιβλίο)

error: Content is protected !!
Scroll to Top