– Κείμενο: Δημήτρης Αθωνίτης –
Για το Άγιο Όρος έχουν ειπωθεί πολλά και έχουν γραφεί ακόμη περισσότερα.
Ωστόσο, τα πιο σημαντικά ίσως να είναι αυτά που δε μπορούν να γραφούν και να λεχθούν. Τα συναισθήματα και τα βιώματα που πλημμυρίζουν την
καρδιά και την ψυχή σου και που δεν μπορούν να βγουν προς τα έξω, να πάρουν μορφή επάνω σε ένα κομμάτι χαρτί. Και αυτό γιατί οι λέξεις είναι απλά πολύ λίγες, πολύ φτωχές για να αποτυπώσουν αυτά που βιώνει κανείς στο περιβόλι της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Ίσως να είναι αυτή η αίσθηση της επιστροφής στην οικία του Πατέρα της γνωστής παραβολής, μόλις πατάς το πόδι σου στο λιμανάκι της Δάφνης.
Επιστροφής σε ένα μέρος που νιώθεις ότι ανήκες ανέκαθεν. Και η ψυχή σου σκιρτά από χαρά και αγαλλίαση, ενθυμούμενη αυτό το μικρό κομμάτι
παραδείσου, που είναι βαθιά κρυμμένο μέσα της, κληρονομιά από παλιά. «Δόξα σοι ο Θεός».
Ίσως πάλι να είναι το θαμπό φως των κεριών που φωτίζει τις μορφές τόσων και τόσων αγωνιστών της Αθωνικής ερήμου. Πρόσωπα γλυκά, παρηγορητικά στον πληγωμένο άνθρωπο αλλά συνάμα αποφασιστικά και σκληρά απέναντι στην αμαρτία και στα απότοκα της.
Από την άλλη, ίσως να είναι αυτή η απόκοσμη ευωδία από τα άγια λείψανα που τιμούνται και προσκυνούνται καθημερινά στα διάφορα μοναστήρια, στις σκήτες ή στα κελιά. Αναμφισβήτητη απόδειξη πως ο χωμάτινος άνθρωπος με τη «μικρή» του προσπάθεια και με τη συνεργία του Αγίου Πνεύματος μπορεί πραγματικά να αγιαστεί. Η ύπαρξη τους όμως, μαρτυρά και κάτι άλλο. Είναι η απάντηση, σε πείσμα των σύγχρονων καιρών, πως αυτοί οι άνθρωποι υπήρξαν πράγματι μέσα στο διάβα της Ιστορίας, ριπές φωτός ενάντια σε ένα αιωρούμενο παγκόσμιο σκοτάδι.
Ίσως ακόμη να είναι η προσευχή των μοναχών όταν αναφωνούν από τα βάθη της καρδιάς τους τον 140ο
Ψαλμό του Δαυίδ: «Κύριε, εκέκραξα προς Σε,
εισάκουσον μου Κύριε». Μια προσευχή, που ως φωτεινό βέλος, ξεκινά από τη γη για να φτάσει ως προσφορά στο θρόνο του Δεσπότη Χριστού.
Είναι τα πρόσωπα των μοναχών, τα σκαμμένα από τον ήλιο, την αυπνία και τον καθημερινό πνευματικό αγώνα και κόπο. Είναι αυτά τα λαμπερά τους μάτια, τα έτοιμα να δακρύσουν ανά πάσα στιγμή, που σαν σε κοιτάξουν δεν τα ξεχνάς ποτέ. Είναι τα φθαρμένα κομποσχοίνια και τα χιλιομπαλωμένα ράσα τους που έρχονται να σου θυμίσουν πως «Ενός εστί χρεία» και σε «ντροπιάζουν αθόρυβα» για την απληστία και την συνεχόμενη αγνωμοσύνη σου.
Είναι το δάκρυ του πνευματικού τη στιγμή που ο εξομολογούμενος ακουμπά πάνω στο πετραχήλι του, όλα τα βάρη, όλα του τα φορτώματα. Είναι αυτή η
«εκκωφαντική» ησυχία, την ώρα που ο ήλιος κρύβεται πίσω από το επιβλητικό ανάστημα του Άθωνα. Είναι το φως από τα καντήλια και τα κεριά
που φωτίζουν τα μικρά εξωκλήσια, την ώρα που οι μοναχοί μαζί με τους προσκυνητές ψάλουν το «Άξιον Εστίν», μαζί με το απολυτίκιο του Αγίου.
Είναι η βιβλική μορφή του σεβάσμιου ηγούμενου όταν από το Άγιο Βήμα αναφωνεί «Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε». Είναι το
τάλαντο που στις τρεις τα ξημερώματα σε καλεί να κατεβείς στο καθολικό την ώρα μου μόλις έχει ξεκινήσει το μεσονυκτικό, «Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν,
πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων».
Είναι τέλος, αυτό το βλέμμα στην εικόνα της που σου λέει: «Τα ξέρω όλα, τα βλέπω, μη στεναχωριέσαι. Κάνε μια μικρή προσπάθεια, έναν μικρό αγώνα και εγώ θα σε βοηθήσω. Μη φοβηθείς, μην απελπιστείς, μην κάνεις πίσω. Απλά προσπάθησε και ήλπιζε».
Για τους περισσότερους αυτά φαντάζουν αδιάφορα, ξεπερασμένα, ίσως και γραφικά. Απομεινάρια μιας άλλης εποχής που σιγά σιγά ξεθωριάζει και
χάνεται μέσα στη νέα εποχή του κάθε είδους δικαιωματισμού, της παγκοσμιοποίησης της τεχνολογίας και των ασύλληπτων ταχυτήτων. Ωστόσο, οι λίγοι, οι πραγματικοί «εραστές» αυτού του ευλογημένου τόπου γνωρίζουν ή πιο πολύ νιώθουν. Το Όρος σε καθορίζει, σε αλλάζει, σε «αλλοιώνει». Για αυτό πάντοτε αναζητάς μια ευκαιρία επιστροφής. Για αυτό μόλις φύγεις
νιώθεις πως έχεις αφήσει ένα μέρος του εαυτού σου εκεί, σε ένα μοναστήρι, σε μια σκήτη, σε ένα κελί. Ένα μέρος σου που σε περιμένει να επιστρέψεις ξανά την επόμενη φορά. Για να ενώσεις πάλι τα κομμάτια του «κατ’ εικόνα» και να ξεκινήσεις εκ νέου το δύσκολο αγώνα για το «καθ’ ομοίωσιν».
Νιώθω πως τελικά ότι και να πεις, ότι και να γράψεις για το Όρος, δεν θα είναι ποτέ αρκετό. Πάντα θα σε ξαφνιάζει, πάντα θα σου ανατρέπει τη σκέψη, πάντα θα σε γεμίζει με πολύτιμα πνευματικά εφόδια για τον έξω κόσμο. Για ένα πράγμα όμως είμαι απόλυτα σίγουρος. Πως όσα χρόνια και αν περάσουν, το Άγιο Όρος θα εξακολουθήσει να είναι αυτό που τόσο εύστοχα αναφέρει ο Σεβασμιότατος Μεσογαίας και Λαυρεωτικής: «Το υψηλότερο σημείο στη Γη».