o-kryfos-farisaios-tis-kardias-mou

Ο κρυφός Φαρισαίος της καρδίας μου

– Κείμενο: Δημήτρης Αθωνίτης –

Ξημέρωσε και πάλι Κυριακή. Γύρω στις 07:30 σηκώνομαι από το κρεβάτι και αρχίζω να ετοιμάζομαι για τον καθιερωμένο μου εκκλησιασμό. Στο σπίτι επικρατεί απόλυτη ησυχία. Τα παιδιά, μετά από το χθεσινοβραδινό καβγά, είναι κλειδωμένα στα δωμάτια τους. Δε μπορούν (ή δε θέλουν) να καταλάβουν πως όλα αυτά που τους λέω (και μερικές φορές αναγκάζομαι να τους επιβάλλω) είναι για το καλό τους. Για το ευτυχισμένο, σίγουρο και ανέφελο επαγγελματικό και οικογενειακό τους μέλλον. Δεν πειράζει όμως. Στο τέλος ξέρω πως, θέλοντας και μη, με τον ένα τρόπο ή με τον άλλο, θα αναγκαστούν να με ακούσουν. Έτσι γίνεται πάντα.

Ανοίγω το ραδιόφωνο στο σταθμό της τοπικής μας εκκλησίας. Πάντα μου άρεσαν οι πρωινές ακολουθίες. Με ηρεμούσαν και με γαλήνευαν. Περνώντας από το διάδρομο, ρίχνω μια κλεφτή ματιά στη μισάνοιχτη πόρτα του ξενώνα και τη βλέπω να κοιμάται. Πάει λίγος καιρός τώρα που δεν κοιμόμαστε μαζί τα βράδια. Και αλήθεια δε μπορώ να καταλάβω τη στάση της και το παράπονο της. Τι θέλει, τελικά; Της έχω προσφέρει μια άνετη ζωή και ένα υπέροχο σπίτι με όλες τις ανέσεις. Τι περισσότερο αναζητά άραγε; Άσε που χωρίς εμένα το πιο πιθανό θα ήταν να δούλευε σε κάποιο συνοικιακό δικηγορικό γραφείο για 600 Ευρώ το μήνα, το πολύ. Ενώ τώρα είναι η σύζυγος μου!!! Χρήματα, καλή ζωή, κοινωνική αναγνώριση. Τέλος πάντων. Να’ μαι καλά να τους φροντίζω και ας μη μου το αναγνωρίζουν.

Μπαίνω στο μπάνιο. Πλένομαι και «προβάρω» το πιο καλό, το πιο σεβάσμιο μου προσωπείο. Εκείνο του εξαίρετου οικογενειάρχη και του καλού χριστιανού. Με τα χρόνια έχω αποκτήσει αρκετά από δαύτα. Και όχι μόνο αυτό αλλά τα εναλλάσσω με απίστευτη ευκολία σε κάθε περίσταση της ζωής μου, μένοντας από πίσω τους ασφαλής και απόλυτα οχυρωμένος. Κρατώντας μια απόσταση ασφαλείας από όλους και από όλα, μην αφήνοντας τίποτα να εισχωρήσει προς τα μέσα, στο μέρος της καρδιάς. Ωστόσο σήμερα είναι Κυριακή και γι’ αυτό πρέπει να φορέσω το καλύτερο. Άλλωστε για να πας στην εκκλησία πρέπει να υπάρχει «μια κατάνυξη», μια σχετική προετοιμασία. Ο κόσμος που θα σε δει, «περιμένει στη γωνία» ένα σου ατόπημα για να σε σχολιάσει. Άσε τη ζήλια για όσα έχω πετύχει μόνος μου, όλα αυτά τα χρόνια.

Βάζω το λευκό κολλαριστό πουκάμισο (αυτό με το μονόγραμμα στο στήθος) και το μάλλινο εγγλέζικο κουστούμι μου. Δένω τα καφέ δερμάτινα – Oxford – παπούτσια μου, ρίχνω δυο σταγόνες από το αγαπημένο μου άρωμα και είμαι έτοιμος για τον κυριακάτικο εκκλησιασμό. Βγαίνω έξω και συναντώ, προτού να μπω στο αμάξι, το Γιώργο. Ένα γείτονα από τη διπλανή πολυκατοικία. Καλός μα ταλαιπωρημένος άνθρωπος, μιας και ο μεγάλος του γιος είναι σε κέντρο αποτοξίνωσης. Βέβαια, εδώ που τα λέμε σίγουρα έχει και αυτός το μερίδιο της ευθύνης του. Ποιος ξέρει τι σόι πατέρας ήτανε; Ευτυχώς που έχω συμβουλέψει τα παιδιά και δεν έχουν τέτοιου είδους μπλεξίματα. Δε θα το επέτρεπε άλλωστε και η κοινωνική μας θέση. Τι θα έλεγε ο κόσμος!! Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου που μας προστατεύεις και μας κρατάς μακριά από τέτοιες καταστάσεις.

Μπαίνω στο αμάξι και ξεκινώ. Στα πρώτα φανάρια βλέπω τρεις άστεγους να ψαχουλεύουν μέσα στους κάδους από τα σκουπίδια. Μα καλά, πως μπορούν και μπαίνουν εκεί μέσα σκέφτομαι. Τόση βρωμιά, τόση ασχήμια. Καμία τήρηση των κανόνων υγιεινής. Να θυμηθώ να πάρω το δήμαρχο τηλέφωνο να κάνει κάτι με τους κάδους. Δεν είναι εικόνα αυτή για το προάστιο μας. Σε λίγο φτάνω στην εκκλησία. Παρκάρω και βγαίνω από το αμάξι. Στην είσοδο, δυο ζητιάνοι απλώνουν τα χέρια τους ζητώντας ελεημοσύνη. Τους προσπερνώ. Το κακό πια έχει παραγίνει. Όπου και αν πας θα βρεις μπροστά σου και από έναν κουρελή ζητιάνο να τριγυρνά από τραπέζι σε τραπέζι, λέγοντας τη δακρύβρεχτη ιστορία του, παρακαλώντας σε για μια μικρή βοήθεια. Μα δεν υπάρχει πια δημοτική αστυνομία να βάλει τα πράγματα σε μια σειρά; Αύριο πρέπει να πάρω οπωσδήποτε το δήμαρχο τηλέφωνο και να του τα πω ένα χεράκι. Τζάμπα οι χορηγίες τόσα χρόνια για τις εκλογές και οι συγκεντρώσεις στο σπίτι για υποστήριξη;

Κάνω το σταυρό μου και μπαίνω μέσα. Ο επίτροπος με βλέπει και με χαιρετά με ένα πλατύ χαμόγελο. Αφήνω στο παγκάρι 50 Ευρώ και ανάβω την πιο μεγάλη λαμπάδα. Δόξα Σοι ο Θεός!!! Ασπάζομαι ευλαβικά τις εικόνες και κατευθύνομαι μπροστά, στην πρώτη σειρά, για να καθίσω στη συνηθισμένη μου θέση. Η εκκλησία γεμάτη από κόσμο. «Αρχή Τριωδίου, σήμερα» ψιθυρίζει κάποιος από πίσω μου. Περιεργάζομαι το χώρο και βλέπω κάποια πρόσωπα γνωστά. Τη μητέρα μιας φίλης της κόρης μου, που τρέχει πέρα δώθε κυνηγώντας το μικρό παιδάκι της μέσα στην εκκλησία. Μα καλά, δε μπορεί να το περιορίσει; Να το βάλει σε μια σειρά; Κι’ ύστερα είναι και εκείνος ο νεαρός με τις σκισμένες φόρμες και τα αθλητικά παπούτσια. Γεμάτος τατουάζ από πάνω μέχρι κάτω. Πως ήρθε έτσι κυριακάτικα στην εκκλησία; Δεν είχε ένα καλό ρούχο να φορέσει; Να κρύψει και εκείνες τις άγριες φιγούρες από τα χέρια του; Βλέπω στο τέλος σε μια γωνιά, κοντά στην πόρτα τον Ανδρέα. Γνωστό κλεφτρόνι της περιοχής που μπαινοβγαίνει κάθε τόσο στη φυλακή. Βίος και πολιτεία!! Και δίπλα του, αν το πιστεύεις, η Γωγώ. Ναιαιαι, αυτή που ήταν μπλεγμένη πέρυσι σε εκείνο το κύκλωμα πορνείας και ναρκωτικών. Τι θέλουν όλοι αυτοί στην εκκλησία, αναρωτιέμαι. Πως τους αφήνουν και έρχονται εδώ; Αλήθεια πως τους δέχονται; Θεέ μου σ’ ευχαριστώ που με έχεις γλυτώσει από όλα αυτά. Που δεν έχω γίνει σαν όλους αυτούς. Ένας απόκληρος, ένας περιθωριακός της κοινωνίας.

Κοιτάω το ρολόι. Η ώρα περνά. Σε λίγο θα τελειώσει και αυτή η λειτουργία. Ο ιερέας βγαίνει στο βήμα για να διαβάσει το Ευαγγέλιο της Κυριακής. Μιλά για έναν τελώνη και έναν φαρισαίο. Γι’ αυτούς που υψώνουν τον εαυτό τους και για εκείνους που απ’ την άλλη μεριά τον ταπεινώνουν, μπροστά στα μάτια του Θεού. Αλήθεια, πολύ παράξενα πράγματα, σχεδόν ακαταλαβίστικα θα έλεγα. Κοιτάζω το ρολόι ξανά. Σε 25 λεπτά πρέπει να είμαι στη λέσχη για τον κυριακάτικο καφέ.

Επιτέλους, ο ιερέας λέει το «Δι ευχών» και αρχίζει να μοιράζει το αντίδωρο. Δυο βήματα πίσω μου ο Ανδρέας με τη Γωγώ. Τους κοιτώ φεύγοντας και διακρίνω ένα παράξενο φως να λαμπυρίζει στα μάτια τους και μια αλλόκοτη γαλήνη πάνω στα πρόσωπα τους. Σ’ αυτούς; Αλήθεια τι έκαναν, τι άκουσαν και τι κατάλαβαν αυτοί που δεν μπόρεσα εγώ, αναρωτιέμαι. Το τηλέφωνο χτυπά. Οι υπόλοιποι της παρέας έχουν μαζευτεί και με περιμένουν. Κάνω το σταυρό μου βιαστικά και βγαίνω από την εκκλησία. Κι’ όμως ετούτη η απορία μου έρχεται πάλι και πάλι στο μυαλό, «Τι είδανε εκείνοι απ’ το τέλος που δε μπόρεσα να διακρίνω εγώ από την πρώτη τη σειρά;» Ιδέα μου θα είναι, λέω στον εαυτό μου την ώρα που κλείνω την πόρτα μπαίνοντας στο αμάξι. Γυρνάω το κλειδί και αμέσως ανοίγει το ραδιόφωνο. Και ακούω γι’ ακόμη μια φορά εκείνη την παράξενη φράση του Ευαγγελίου «Πας ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται, ο δε ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται».

error: Content is protected !!
Scroll to Top