– Κείμενο: Δημήτρης Αθωνίτης –
Στέκομαι ενώπιον Σου με σκυμμένο το κεφάλι.
Ακίνητος.
Ντρέπομαι να σηκώσω το βλέμμα μου και να Σε αντικρίσω.
Έστω για μια στιγμή.
Νιώθω πως η ματιά Σου θα μ’ ελέγξει για ακόμη μια φορά.
Για όλα όσα ξέχασα, για εκείνα που προσπέρασα.
Γι’ αυτά που «επιμελώς» αμέλησα σ’ όλη μου τη ζωή.
Για όλο το χρόνο που άφησα να «σκορπιστεί» αδιάφορα σε τούτο το ταξίδι.
Μα πιο πολύ γι’ αυτούς που δε συνάντησα ποτέ κι ας βρέθηκαν πολλές φορές μπροστά μου.
Για κείνους που δεν άκουσα τις φοβερές κραυγές τους κι’ ας ήταν λίγα βήματα μακριά, σχεδόν στο πλάι μου.
Για όσους δεν ένιωσα το άγγιγμα απ’ το τρεμάμενο το χέρι τους, παρόλο που με άγγιξαν μύριες φορές στον ώμο.
Γι’ αυτό το προσωπείο που χρόνια ολόκληρα «φορώ» και έχει σκεπάσει την Εικόνα Σου.
Που μόνιμη δικαιολογία έχω την αγαθή προαίρεση. Αυτή που κλειδαμπάρωσα γερά μέσα στο πιο κρυφό σεντούκι της ψυχής μου.
Φοβάμαι.
Ξέρω, στο ζύγι της Δικαιοσύνης Σου πως βρέθηκα λειψός.
Μα Κύριε δεν το μπορώ να ‘μαι στα αριστερά Σου.
Όσο κι’ αυτό θα ήταν δίκαιο και σωστό.
Μα Εσύ, πάνω απ’ το δίκαιο έβαλες με τα χέρια Σου το Έλεος.
Γιατί ποτέ δε γνώρισα πραγματικά αυτά που κάνω.
Γιατί ποτέ μου δεν κατάλαβα καλά αυτά που λέω.
Γιατί ποτέ δε μπόρεσα να βάλω στη σειρά τους λογισμούς, τις σκέψεις μου.
Γιατί άφησα το νου μου «αχαλίνωτο να σεργιανάει» ασταμάτητα στα πέρατα της οικουμένης.
Γιατί Εσύ με ξέρεις πιο καλά, ακόμη και από μένα.
Γι’ αυτό και ελπίζω.
Πως τελικά θα με δεχτείς στο τέλος δεξιά Σου.
Έστω και αν όσα έκανα σ’ αυτούς τους αδελφούς ήτανε πολύ λίγα……