– Κείμενο: Δημήτρης Αθωνίτης –
Ίσως, ένα από τα πράγματα που φοβόμαστε πάρα πολύ, από την αρχή της παιδικής μας ηλικίας, είναι αυτή η αίσθηση του σκοταδιού. Αυτό το μαύρο πέπλο σιωπής που μας περιβάλλει και δημιουργεί, σχεδόν πάντα, ένα βάρος στην καρδιά και έναν κόμπο στο στομάχι. Ένα αίσθημα απομόνωσης, απομάκρυνσης και αποκοπής. Και αυτό γιατί ενδόμυχα, όλοι μας γνωρίζουμε πως το σκοτάδι αποτελούσε πάντοτε το ορμητήριο και το καταφύγιο εκείνων των πνευμάτων που εξ αρχής αντιστρατεύονται στο τελειότερο δημιούργημα του Κυρίου, στον «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» πλασθέντα άνθρωπο.
Από την άλλη, όλοι μας αγαπάμε και αναζητούμε το φως. Αναπαυόμαστε (όχι μόνο σωματικά αλλά και ψυχικά) όταν τις ηλιόλουστες ημέρες, οι «ευεργετικές ακτίνες του φωτοδότη» ήλιου, ζεσταίνουν όχι μόνο το πρόσωπο, αλλά πιο πολύ την καρδιά μας. Και σχεδόν πάντοτε μας καταλαμβάνει μια ακαθόριστη μελαγχολία, όταν τα γκρίζα σύννεφα έρχονται να διακόψουν αυτή την τόσο ευεργετική επίδραση.
Η ζωή μας όμως και η συνεχής προσπάθεια να είμαστε κοντά Σου, σίγουρα δεν είναι ένας ηλιόλουστος περίπατος… Μοιάζει μάλλον με έναν συννεφιασμένο και ενίοτε βροχερό ανηφορικό δρόμο, ο οποίος διακόπτεται κατά καιρούς από μικρά διαστήματα ηλιοφάνειας.
Βιώνοντας και ο ίδιος, το τελευταίο διάστημα μια παρόμοια κατάσταση (μεταξύ φωτός και σκοταδιού) και αναζητώντας μια «σανίδα πνευματικής σωτηρίας» για να γαντζωθώ επάνω της, ήρθαν στο νου μου (πραγματικά ως βάλσαμο επάνω σε πληγές) τα λόγια του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, «Κύριε φώτισόν μου το σκότος». Ένα σκοτάδι που πολλές φορές δεν κυκλώνει μόνο εμάς αλλά «απλώνει τα δίχτυα του» επικίνδυνα και στους πολύ δικούς και κοντινούς μας ανθρώπους. Και κάπου εκεί, μέσα σε αυτό το σκοτάδι χάνεται όχι μόνο η οπτική αλλά κυρίως η ψυχική επαφή μαζί τους. Μια απειροελάχιστη πρόγευση της κόλασης, καθώς σύμφωνα με τους Πατέρες η κόλαση δεν είναι τίποτα άλλο παρά η απουσία της κοινωνίας με το Θεό και το συνάνθρωπό μας.
Έτσι λοιπόν αυτή η τόσο εύθραυστη αλλά και πολύτιμη ισορροπία της σχέσης με το συνάνθρωπο, τη σύζυγο, τα παιδιά (και κατ’ επέκταση με το Θεό) πολλές φορές διαταράσσεται, με δική μας ευθύνη. Και τότε το σκοτάδι φαντάζει πυκνό, αδιαπέραστο και «ανίκητο». Και εμείς αδύναμοι, ευάλωτοι και φοβισμένοι… Και όμως, αρκεί μια μόνο μικρή ακτίνα Φωτός για να τα αλλάξει όλα….
«Κύριε φώτισόν μου το σκότος» της καρδιάς. Απέστειλε το ζωογόνο Φως Σου και πλημμύρισε με αυτό κάθε σπίθα και κάθε γωνιά της.
«Κύριε φώτισόν μου το σκότος» των οφθαλμών για να μπορώ να βλέπω ξεκάθαρα το πρόσωπο του αδερφού, της συζύγου, των παιδιών μου.
«Κύριε φώτισόν μου το σκότος» του νου για να μπορώ να συναισθάνομαι και να μπαίνω στη θέση του άλλου.
«Κύριε φώτισόν μου το σκότος» της γλώσσας για να μην ξεστομίζω λόγια πικρά, προσβλητικά αλλά να λέω με σύνεση και αγάπη προς τον άλλο, όλα όσα με βαραίνουν και με στεναχωρούν.
«Κύριε φώτισόν μου το σκότος» των λογισμών που με κρατούν αιχμάλωτο και δέσμιο μακριά Σου.
«Κύριε φώτισόν μου το σκότος» της βιοτικής μέριμνας που καθημερινά με πνίγει.
«Κύριε φώτισόν μου τα σκότη» της ύπαρξης και της ζωής μου ολόκληρης.
Και αν τα «σκοτάδια» είναι πολλά και με έχουν περικυκλώσει, εγώ ελπίζω και περιμένω την ώρα που μια και μόνο ακτίνα του δικού Σου Φωτός, σαν αστραπή θα πέσει για να τα διαλύσει και να φωτίσει ξανά το δρόμο προς Εσένα.
Γιατί μόνο «…ἐντῷ φωτί Σου ὀψόμεθα φῶς».