π. Φιλόθεος Φάρος
Τη στάση του Θωμά συνηθίσαμε να τη βλέπουμε σαν κάτι που θα πρέπει να προσπαθήσουμε να αποφύγουμε, αλλά αυτή η θεώρηση της στάσεως του Θωμά οφείλεται σε παρεξήγηση. Ο Θωμάς δεν θέλει να αρκεστεί στις διαβεβαιώσεις των άλλων μαθητών “εωράκαμεν τον Κύριον”, και ζητάει να Τον δει κι εκείνος. Ο υμνωδός αποκαλεί αυτή την απιστία “καλή” γιατὶ οδηγεί τις καρδιές των ανθρώπων στην “επίγνωση”. Πραγματικά, όταν αρκούμεθα στις διαβεβαιώσεις των άλλων δεχόμαστε κάτι που δεν το διαπιστώσαμε και δεν το γνωρίζουμε οι ίδιοι.
Έτσι δεχόμαστε την αλήθεια σαν ένα λογικό συμπέρασμα, σαν μια νοητική σκέψη. Αλλά η αλήθεια δεν είναι μια σκέψη, αλλά μια ολοζώντανη πραγματικότητα.
(…) Πολλοί “ευσεβείς” άνθρωποι δεν φαίνεται να υποπτεύονται ότι μια “καλή απιστία” μπορεί να είναι ασύγκριτα καλύτερη από μια “κακή πίστη”, μια πίστη συμβατική, μια πίστη μη γνήσια.
Πολλές φορές η πίστη μας είναι μια δουλική υποταγή, αποτέλεσμα φόβου και δειλίας. Είναι μια πίστη με την οποία μπορούμε να εξασφαλίσουμε την πνευματική μας τακτοποίηση, μια πίστη που μας προφυλάσσει από την περιπέτεια. Δηλαδή μια πίστη που δεν είναι πράγματι πίστη. Γι’ αυτό και δεν τολμάμε να την αμφισβητήσουμε. Υποσυνείδητα φοβόμαστε ότι δεν έχουμε αρκετή, ή ότι ίσως δεν έχουμε καθόλου πίστη και ο φόβος μας ίσως να μην είναι αδικαιολόγητος.
Η ζωή μας, παρά τις διακηρύξεις πίστεως που κάνουμε, δείχνει αδιάψευστα την απιστία μας. Διακηρύσσουμε την πίστη μας στην πρόνοια του Θεού, αλλά το βάρος που δίνουμε στους τραπεζικούς μας λογαριασμούς, στα χρήματα και στα κτήματα μας, είναι μία αδιάψευστη απόδειξη της ειδωλολατρίας μας.
Από το βιβλίο «Πριν και μετά το Πάσχα», εκδ. Αρμός