– Κείμενο: ερημίτης –
Η αίσθηση αποψε δυνατή αυτής της παρουσίας.
Εκείνη η σκυφτή σκιά, η μοχθηρή, που απ’ τη βαθιά την έρημο, ξοπίσω ακολουθάει.
Η αυγή θα φέρει προδοσία, βρισιές, φτυσίματα, χαστούκια, μαστιγώματα, δέσιμο με αλυσίδα, ξεγύμνωμα, ακάνθινο στεφάνι, ειρωνείες, πορεία στον Γολγοθά.
Τωρα εκείνη η σκιά πίσω απ’ το Φως, κλεφτά κοιτάει.
Η πόλη κοιμάται, οι φίλοι κοιμούνται. “Περίλυπός εστίν η ψυχή μου έως θανάτου” και μια σταγόνα Αίμα κατηφορίζει αργά.
Γεσθημανή. Προτού να ξημερώσει, των αγριμιών τα ουρλιαχτά θα ορίσουνε τη μέρα, μα κάθε φορά που θα ξυπνάς και νιώθεις παγωμένος, γνώριζε ότι η νύχτα αυτή η ατέλειωτη, από το Αίμα ίδρωσε κι απέκτησε η μέρα σου την πιο γλυκιά Πατρίδα.