-Κείμενο: ερημίτης-
Η γιαγιά μου, η γεννημένη το 1912, δεν μου είχε διηγηθεί ποτέ, κανένα παραμύθι. Ωστόσο, είχε πολλές βιωματικές ιστορίες μαζί μου για να μοιραστεί.
Σε κάποια από αυτές, μεταφερόμαστε μόλις μία ημέρα πριν να καταφτάσουν οι Γερμανοί κατακτητές επάνω στο νησί. Τόπος είναι η πλατεία του χωριού. Έχει προηγηθεί η συνθηκολόγηση, οι άνδρες -μεταξύ εκείνων και ο παππούς μου- δεν έχουν προλάβει να επιστρέψουν ακόμη πίσω από το μέτωπο κι ετούτη την ημέρα, στην κεντρική πλατεία του χωριού, οι εναπομείναντες, κυρίως ηλικιωμένοι, γυναίκες και παιδιά, βρίσκονται μπροστά από ένα μεγάλο πρόβλημα.
Ο λόγος είναι ότι κατά τις προηγούμενες ημέρες -σύμφωνα πάντοτε με τις αφηγήσεις της γιαγιάς μου- μία αναγνωριστική ολιγομελή ομάδα με ναζί αξιωματικούς πλησίασε με το βαρκάκι της σε κάποιο από τα λιμάνια. Ένας Έλληνας αστυνομικός μπροστά σε αυτό το θέαμα έβγαλε από τη ζώνη του το υπηρεσιακό του περίστροφο, σημάδεψε και τελικώς σκότωσε κάποιον από αυτούς την ώρα που αποβιβαζόταν στη στεριά και τράπηκε ο ίδιος αμέσως σε φυγή.
Τα λεγόμενα “αντίποινα”, η τακτική δηλαδή των Γερμανών να αφανίζουνε ολόκληρα χωριά ως απάντηση σε φαινόμενα σαν κι αυτά, ήταν γνωστά στη γιαγιά μου όπως και στους υπόλοιπους συγχωριανούς ήδη, σε εκείνο το πρωί, σε εκείνη την πλατεία, μία ημέρα μόλις πριν δέσει το καράβι όπου κουβαλούσε ήδη μέσα του στρατεύματα γερμανικά.
Ας μην μακρυγορώ: Η απόφαση που πάρθηκε σε εκείνη την πλατεία -λόγω της άγνοιας περί των διαθέσεων των επερχόμενων κατακτητών- δεν ήταν άλλη παρά από το ίδιο κιόλας μεσημέρι, να πάρει ο καθένας τους ό,τι φαγώσιμο ήτανε εφικτό και να τραβήξουν όλοι μαζί κατόπιν σε μία τοποθεσία, λιγάκι παραέξω από το χωριό. Πρόκειται για μία δύσβατη περιοχή με γκρεμούς με μία πολύ ιδιαίτερη μορφολογία. Για την ακρίβεια, πέτρινες πλάκες πλατιές και οριζόντιες από το έδαφος ξεφύτρωναν σε όλο το εν λόγω μέρος, δημιουργώντας έτσι σε συνδυασμό με την κατωφέρεια του εδάφους πάμπολλες φυσικές κρυψώνες. Κάτι σαν σπηλιές δηλαδή στο κάτω μέρος του γκρεμού όπου καθιστούσε αδύνατη την όποια ορατότητα από ψηλά και από το επίπεδο του κυρίως δρόμου.
Το μέρος ήταν γνωστό ως “αλεπότρυπες”.
Και το κομβόι ξεκίνησε και η γιαγιά μου κράταγε σε ένα πανί φραντζόλες και τα μωρά τους κλαίγανε και οι αλεπούδες φεύγανε μετά από αυτή την ανεξήγητη για εκείνες εισβολή.
Η ίδια νύχτα έφερε εκατοντάδες μικρά φωτάκια στο λιμάνι, θορύβους από ναζιστικά οχήματα, γραμμή το ένα πίσω από το άλλο στον κεντρικό τον δρόμο και ο υπέργηρος πρόεδρος του χωριού τους τόνισε πως είχε έρθει η ώρα να σβήσουν τώρα εντελώς οι λάμπες πετρελαίου.
Και τώρα εύλογα θα αναρωτηθείς τί έγινε μετά: Τίποτα!
Για την ακρίβεια το ίδιο αναρωτιόνταν και εκείνοι, καθώς οι επόμενες ημέρες περνούσαν αινιγματικά, ο βάρβαρος βρισκόταν εντός των πυλών, πάνω στον δρόμο όλο και πέρναγε κάποιο γερμανικό καμιόνι, μα κατά τα άλλα ουδέν νεώτερον από τα τεκταινόμενα στο υπόλοιπο νησί.
Απομονωμένοι μα και συνδεδεμένοι μεταξύ τους, μοιράστηκαν αλήθειες, φοβίες και συναισθήματα μα και φαντάζομαι μπήκαν και σε διαδικασία ενδοσκόπησης με αφορμή την απροσδόκητή τους προσωρινή εξορία, σε τούτο το απίθανο γύρισμα των καιρών.
Ένα από εκείνα τα ατελείωτα πρωινά μια συγχωριανή και φίλη της γιαγιάς μου, βρέθηκε απελπισμένη να κάθεται στον βράχο. Το χωριό βλέπεις είχε εκκενωθεί, μα όχι εντελώς. Ακριβέστερα ο γέρος και σακάτης πατέρας της, είχε αρνηθεί να το εγκαταλείψει. Με την επαναλαμβανόμενη του δήλωση πως “τα είχε φάει τα ψωμιά του”, τώρα παρέμενε ως ο μοναδικός του κάτοικος και μάλιστα κατάκοιτος.
Κατάκοιτος και νηστικός.
Αυτός ήταν και ο λόγος όπου την φίλη της γιαγιάς την έπιασε το μαράζι.
Δύο κουβέντες τελικά, ένα σθένος ψυχής και η γιαγιά μου πήρε αυθορμήτως την απόφαση γύρω από το τί έπρεπε να συμβεί:
Θα έβγαιναν οι δυο τους από την κρυψώνα τους, θα πήγαιναν στο χωριό και θα τον κουβαλούσαν υποβασταζόμενο και αυτόν προς τις σπηλιές. Επ’ ευκαιρίας θα έφερναν και ό,τι ακόμη πρόχειρο φαγώσιμο μπορούσε να βρεθεί.
Έτσι και έγινε. Μυρίζοντας τον κίνδυνο και εκτεθειμένες οι δύο γυναίκες τράβηξαν κατά το έρημο χωριό. Πήραν στα χέρια τον κατάκοιτο και κούτσα κούτσα, σέρνοντας τον βάλθηκαν να επιστρέψουν πίσω, στην ασφάλεια των βράχων του γκρεμού.
Όμως λίγο πριν μπούνε στο μονοπάτι και εξαφανιστούν από προσώπου γης, μόλις καμιά δεκαριά μέτρα δηλαδή πριν το σημείο αυτό, η έκφρασή τους πάγωσε από έναν δυνατό θόρυβο που κάλυψε με βία τον ουρανό.
«Ήταν οι Γερμανοί» μου διηγιόταν η γιαγιά και εγώ ως ανυπόμονο εγγόνι περίμενα τη συνέχεια της ιστορίας της σε αυτή την τόσο κρίσιμη καμπή.
«Ήταν κάτι αεροπλάνα παιδί μου, που τα ‘λέγαν τότε “Στούκας”. Μας είδε από μακρυά ο πιλότος και τότες άρχισε να έρχεται προς τα κοντά και όλο και χαμήλωνε κάνοντας κύκλους επάνω από τα κεφάλια μας. Να δεις μια βουή που έκανε…»
Και ναι, η ιστορία της γιαγιάς που τώρα σου επαναδιηγούμαι, εδώ έχει κορυφωθεί.
Ο ναζί πιλότος κύκλωνε το σημείο λίγα μέτρα επάνω από το έδαφος και περιεργαζόταν ένα περίεργο θέαμα. Δύο γυναίκες με κάποια καρβέλια ψωμιά στις ελεύθερες μασχάλες τους και ένας σακάτης γέρος να κρέμεται από αυτές.
-«Και εσείς τι κάνατε, γιαγιά;»
-«Να, η άλλη η έρημη η φίλη μου, έσκυψε το κεφάλι της στο χώμα. “Τώρα ξοφλήσαμε, Αναστασία, μου ‘πε. Ως εδώ ήταν”».
-«Κι εσύ;»
-«Εγώ γύρισα και τον κοίταξα. Τον έβλεπα συνεχόμενα. Να, αυτός έκανε διαρκώς στροφές από πάνω μας κι εγώ ας πούμε τον ακολουθούσα με τα μάτια μου κατευθείαν στα δικά του, δεν τον άφηνα…»
Εδώ έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον το να σταθώ στο βλέμμα της γιαγιάς. Αυτό το βλέμμα της το αναγνώρισα καθότι είχε εύφλεκτες ιδιότητες και το είχα αισθανθεί ακόμη και εγώ επάνω στο ίδιο μου το πετσί.
Για παράδειγμα, μπορεί η μπάλα μου να ξέφευγε της πορείας της από μια μου στραβοκλωτσιά και να έσπαγε το λουλούδι της μαζί με την όμορφη πήλινη γλάστρα. Το βλέμμα της γιαγιάς ήταν εκεί…
Ίσως η όμορφη μου ξύλινη σφεντόνα η χειροποίητη από τα χέρια του παππού κάπως να αστοχούσε και εκείνο το βολάρι που είχε μόλις εκσφενδονίσει να έσπαγε ένα τζάμι… πάλι το ίδιο εφιαλτικό βλέμμα της γιαγιάς… ναι, ήτανε πάλι εκεί…
Δεν ήταν κακιασμένο μα ιδιαίτερο, πολύ. Δεν ήταν φορέας μίσους μα σε έκανε τον ίδιο, εσένα μια δεδομένη κατάσταση μόνος σου να την επεξεργαστείς. Αν ήσουν παγωμένος άνθρωπος θα το ‘χες προσπεράσει, ενώ αν σου ‘μενε στο βάθος σου κάτι από ψυχή θα ‘χες κατακαεί.
Εδώ, να σου εξομολογηθώ ότι σε εκείνη την περίφημη στιγμή από το Ευαγγέλιο όπου ο Χριστός γυρνάει και απλά κοιτάει τον Πέτρο την στιγμή οπου τον έχει μόλις απαρνηθεί, μπόρεσα να το καταλάβω βαθύτερα, ενθυμούμενος αυτό ακριβώς το βλέμμα της γιαγιάς.
Σημειωτέον επίσης, πως μεγαλώνοντας αμφισβήτησα κάπως την ιστορία της γιαγιάς και έκανα μια αναζήτηση στο διαδίκτυο. Τα “Στούκας” ή Junkers Ju 87 όπως είναι το επίσημο όνομά τους, επρόκειτο όντως για μικρά, ελαφριά πολεμικά αεροπλάνα της εποχής, διθέσια ή μονοθέσια, ήταν αργά και με ένα σύστημα κάθετης εφόρμησης που έφταναν ως χαμηλά. Επίσης έφεραν σειρήνες στο ρύγχος τους οι οποίες χάρη στον εισρεόμενο αέρα ηχούσαν δαιμονισμένα κατά τη διάρκεια της “κατάδυσης” του αεροσκάφους, με μόνο σκοπό να… τρομοκρατεί…
Από την άλλη βέβαια μια 28χρονη γυναίκα τότε και όμορφη με ένα καρφωμένο γαλάζιο βλέμμα επάνω στο σκαρί του, στον ναζί πιλότο του, στον παγωμένο χρόνο και στην αιωνιότητα. Μία αιωνιότητα όπου θαρρείς την έβλεπε και εκείνη η γιαγιά, αργότερα, στα τελευταία της χρόνια, καθώς λίγο πριν να πεθάνει απέκτησε αυτό που λέμε άνοια γεροντική και κοίταζε έτσι στο κενό δίχως τα καθημερινά τα πράγματα του κόσμου, τα βιοτικά να τα αναγνωρίζει.
Όσο για εσένα που είχες το κουράγιο να συνεχίσεις την ανάγνωση πάνω στο κείμενο αυτό, αντικειμενικά είχα πιο εντυπωσιακές ιστορίες της γιαγιάς για να διηγηθώ. Όπως τον αγώνα για το ψωμί στη διάρκεια της κατοχής, το πως μπόρεσε ο παππούς όταν γύρισε από το μέτωπο να συλλάβει και να κατασκευάσει έναν ολόκληρο νερόμυλο εκ του μηδενός και να γλυτώσει από την πείνα το δικό του αλλά και τα κοντινά χωριά, τον οπλισμό όπου μετέφερε με το γαϊδούρι κάτω απ’ τη μύτη των Γερμανών και που τα άφηνε στο πλοίο μέσα σε απλά κοφίνια, την αξιοπρέπεια του ζευγαριού αυτού όπου δεν καταδέχθηκαν να πάρουν ως αντάλλαγμα ποτέ τα ασημικά που άφηναν στα σκαλιά όλοι αυτοί οι πεινασμένοι για μία χούφτα αλεύρι και γύρω από το Πάσχα, τη μέρα της Λαμπρής που η γιαγιά το οργάνωσε δίχως αρνί μα μόνο με λιγοστές πατάτες και ήταν εκείνη η Λαμπρή ανήμερα -δίχως να το γνωρίζουν- που επέστρεψαν από το μέτωπο οι άνδρες του χωριού και με αναστάσιμη χαρά οι οικογένειές τους θερμά υποδεχτήκαν.
Η γιαγιά μου, η γεννημένη το 1912, δεν μου είχε διηγηθεί ποτέ, κανένα παραμύθι. Ωστόσο, είχε πολλές βιωματικές ιστορίες μαζί μου για να μοιραστεί. Να μοιραστεί μαζί μας. Τη φέρνω στον νου μου τώρα. Το βλέμμα της. Ας το ‘χεις κι εσύ ως μπούσουλα σε αυτά τα ανόητα βλέμματα που θρέφει η εποχή. Και δέξου το τελικά και κράτα το ως το βλέμμα των προγόνων. Το “ΟΧΙ” σε ένα και μόνο βλέμμα.
-«Και ύστερα γιαγιά, τι έγινε; Εσύ τί ακριβώς σκεφτόσουν;»
-«Ε, κι εγώ δεν ξέρω πόση ώρα τράβηξε αυτό… Μπορεί να το σκεφτόταν αν έπρεπε να ρίξει… μπορεί να μας είδε έτσι άμαχους και να ‘θελε απλά να μας φοβερίσει… Εγώ τί να σκεφτώ; Ό,τι ήθελε ας έκανε. Να τον παρακαλούσα κιόλας;
Μετά έφυγε πάντως, πήγε στην ευχή του Θεού κι αυτός, πήρε μαζί του και όλον αυτόν τον σαματά του… ε, και συνεχίσαμε και εμείς τον δρόμο μας προς τις φωλιές των αλεπούδων».

