“ Ἄκρα τοῦ τάφου σιωπή στόν κάμπο βασιλεύει·
Λαλεῖ πουλί, παίρνει σπυρί, κι’ἡ μἀνα το ζηλεύει.
Τά μάτια ἡ πείνα ἐμαύρισε· στά μάτια ἡ μάνα μνέει·
Στέκει ὁ Σουλιώτης ὁ καλός παράμερα και κλαίει:
Ἔρμο τουφέκι σκοτεινό, τί σ’ἔχω γὠ στο χέρι;
Ὁπού σύ μοὔγινες βαρύ κι’ ὁ Ἀγαρηνός το ξέρει,, ”
[ Διονυσίου Σολωμοῦ, “ Ἐλεύθεροι Πολιορκημένοι ”, Σχεδίασμα Β΄/1. Ἐκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ, 1964, Έπιμέλεια Λίνου Πολίτη]
– Κείμενο: Νεκταρία Παπαγεωργίου –
Κυριακή τῶν Βαΐων ἦταν. Ξημέρωσε ὁ Θεός βάγια οὐρανοῦ γιά το Μεσολόγγι. Ἐπουράνια βασιλεία μοσχομύριζε ἀπό ἐκεῖνον τον Ἀπρίλη τοῦ ΄25, πού ἀρχίνησε ἡ δεύτερη πολιορκία τῆς ἀγιασμένης πόλης. Ἕνας χρόνος πέρασε. Ποιός νοῦς νά συλλάβει τέτοια πείνα, ἐξαθλίωση, ἀντοχή καί Πίστη;
Κι ἡ γῆς νά’χει φορέσει τό πράσινο πέπλο της πάνω σέ ματωμένες πέτρες καί χώματα, καί τά πουλιά νά κελαηδούν τήν ἄνοιξη μέ μιά ἀλλόκοτη δύναμη- θαρρεῖς πώς εἴχαν ἐκεῖ κατέβει ὅλοι οἱ Ἅγιοι.
Οὔτε ψωμί γιά τήν Θεία Κοινωνία δέ μπόρεσε νά βρεθεῖ τό προηγούμενο βράδυ. Κι ὅμως, κάτι φυλαγμένα ξεροκόμματα- ὡσάν μπουκιές σπουργιτιῶν- ἀβγάτισαν σάν ἔπεσαν στό Δισκοπότηρο τῆς τελευταίας Μετάληψης, αὐτῆς πού ἄφησε στά χείλη ἐκείνων πού Χριστό αἰνοῦσαν, πρόγευση Παραδείσου. Ἡ Ἁγία Πίστη τούς βάστηξε τόσον καιρό, ἡ ἴδια θά τούς ἔσπρωχνε σ’ἐκεἰνη τήν Πύλη. Ἀποστεωμένα κορμιά, μάτια χωμένα στίς κόγχες τους, μέ βλέμμα ν΄ἀτενίζει τήν Ἄνω Ἰερουσαλήμ. Γῆ κι οὐρανὀς ἕνα. Ἡ ἡμέρα τῆς Λαμπρῆς θά τούς ἔβρισκε ἀλλοῦ. Ὅλους μαζί, μιά στρατιά. Μόνο πού ἄγγελοι πιά θά’ταν…
Στραφτάλισαν τά σπαθιά στήν κόψη τους. Πρώτη φορά φώτισαν τέτοια λάμψη. Γυμνά, πάνω σέ γυμνά κορμιά. Ἀφιόνι πότησαν οἱ μάνες τά παιδιά γιά να κοιμηθοῦν καί να μήν κλαῖνε τήν στερνή ἐκείνη ὥρα. Ὁρίστηκαν οἱ φάλαγγες, ὁδηγίες καί σχέδια ἀποφασίστηκε νά ὑπαγορευτοῦν πρός γραφήν γιά νά μείνουν ἀθάνατη παρακαταθήκη- ἕνα δεύτερο “τοῖς κείνων ρήμασι πειθόμεθα”. ‘Υπαγορεύει ὁ ἐπίσκοπος Ρωγῶν Ἰωσήφ. Καταγράφει καί διασώζει ὁ Νικόλαος Κασομούλης στά “ Ἐνθυμήματά ” του. Γράφει κι ἡ πένα του αἵμα στάζει, αἵμα κι αἰώνια δόξα.
Τό μαρτυρικό Μεσολόγγι πέφτει ἀπό τήν πείνα του. Κανένα ἀσκέρι δέν τοῦ παραβγαίνει. Κι ἄν ὅσια κεφάλια παίρνονται ἀπό γιαταγάνι τούρκικο, τήν γῆ βαραίνει ἡ ἀδικία καί τ΄ἀνεξίτηλο κακό. Ἀποτελειώνεται τό γήϊνο κι ἀρχίζει τό θεϊκό αἰώνιο. Καί ἡ ἥττα μετατρέπεται σέ νίκη. Ἦταν 10 τ΄Ἀπρίλη τοῦ 1826, βαγιοκυριακή.
197 χρόνια και μία μέρα μετά. Γιά κάποιους, μία συνηθισμένη, ἀπαράλλαχτη Κυριακή, ἄχρωμη μέσα στήν ξέφρενη κοσμικότητά της. Γιά κάποιους ἄλλους, ἕνας πνευματικός ὁδοδείκτης συμπόρευσης καί συγκίνησης. Ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα. Ὁ Γολγοθᾶς, ὁ Σταυρός κι ἡ Ἀνάστασις.