Πριν λίγες μέρες με επισκέφθηκε μία παράξενη νέα φίλη. Η πρώτη της κουβέντα ήτανε «μπορείς να με οδηγήσεις εσύ στον ερημίτη; Θέλω να του μιλήσω». Δεν μου άφησε κανένα περιθώριο το όλο της το ύφος.
Φορούσε μαύρο φόρεμα μα εύκολα υπέθετε κανείς ότι το χρώμα αυτό ήταν το φυσικό της. Τα μαλλιά της κι αυτά εναλλακτικά, είχε κοντά καρφάκια, συγκλίνανε πάνω μυτερά. Τα κοίταξα πάλι φευγαλέα και λες και διάβασε τη σκέψη μου, μου είπε καυστικά: «Πλέον, είναι οι κεραίες μου αυτές… με βοηθάνε να αντιλαμβάνομαι καλύτερα τον κόσμο».
Ο ερημίτης την υποδέχτηκε εγκάρδια μες το πυκνό σκοτάδι κι αυτή έκανε το ίδιο. Κατόπιν ξεκίνησε να του εξιστορεί διάφορες ιστορίες μέσα από την ζωή της και άλλες θεωρίες. Το ύφος της ήταν έντονο μα κι εύθυμο συνάμα κι αυτός όλο γελούσε.
Του είπε πως νιώθει μέσα της ταυτόχρονα χαρά μαζί με θλίψη. Της είπε ότι η ίδια είναι μια πινελιά πορτοκαλί στη γκρίζα της την πόλη. Ύστερα μου ΄κανε ένα νεύμα αυτός που έλεγε ότι επιθυμούσε να ακουστεί ο λόγος της και λίγο παραέξω. Του συγκατάνευσα κι εγώ και έμεινα παραπίσω, καθώς πηγαίνανε στο βάθος να τα πούνε.
Πριν εξαφανιστούνε εντελώς, άκουσα τη φωνή του: «Εδώ, εμείς δεν ήμαστε σοβαροφανείς, μια παιδική χαρά στο βλέμμα μου ολάκερο το σύμπαν…»
….Και να λοιπόν οι πρώτες τις οι σκέψεις….