“… Αλησµόνητη θά µας µείνη σ’ όλη ίσως τήν ζωή, η ψυχική µας ανάταση κατά τά Χριστούγεννα. Καθισµένοι σκυφτοί µέσα σ’ έναν αχυρώνα σκοτεινό, ενώ έξω τό σκοτάδι µέ τήν χιονοθύελλα αγριεύουν περισσότερο τήν νύχτα – µία σκέψη κυριαρχεί στίς χριστουγεννιάτικες αναµνήσεις µας. «Άχ! νάχαµε ένα Ευαγγέλιο, µία Συνέκδηµο σήµερα».
Ξάφνου ένας συνάδελφος µπαίνει µέ µία «Νεολαία» στά χέρια, πού στό εξώφυλλό της έχει τήν εικόνα τής Θεοµήτορος. Γιά πότε δηµιουργήθηκε τό εικόνισµα τού αχυρώνα µας σέ µία γωνιά του! Μπροστά στήν εικόνα, ένα καντήλι – από άδειο κουτί κονσέρβας, µέ λίγο λάδι καί µέ φιτίλι από βαµβάκι ατοµικού επιδέσµου – σκορπά τό απλό φώς του στόν σκοτεινό αχυρώνα µας καί ηµερεύει τό περιβάλλον του. Γαλήνεψε καί η ψυχή µας καί µία βαθειά ικανοποίησις ζωγραφίσθηκε στό πρόσωπό µας πού είναι πάντα στραµµένο πρός τό εικόνισµα γιά τήν επιτυχία µας – η ψυχή βρήκε στήν κατάλληλη στιγµή εκείνα πού ποθούσε – τήν θρησκευτική ανάταση – από τό σύµβολο.
Μέ µιάς, άρχισαν τά χείλη µας νά ψάλλουν τούς γνωστούς µας θρησκευτικούς ύµνους γύρω στήν Γέννηση τού Σωτήρος καί µείναµε σύµφωνοι όλοι νά σηκωθούµε νά τούς ξαναψάλλουµε κατά τάς 3 µετά τά µεσάνυχτα.«Αί! παιδιά, ώρα είναι!», ακούσθηκε µέσα στόν ύπνο µας µία φωνή, πού µάς έκανε νά πεταχθούµε αµέσως επάνω. Ρίχνοµε στήν πλάτη τήν χλαίνη καί αµέσως µπροστά στό εικόνισµα – τό ωραιότερο τού κόσµου – κάτω από τό φώς τού καντηλιού αφήνοµε τίς ψυχές µας νά ψάλλουν τήν Γέννηση τού Χριστού.
Ουδέποτε στήν ζωή µας νοιώσαµε τέτοια θρησκευτική κατάνυξι, όση ‘κείνη τήν βραδυά µέσα στόν αχυρώνα, τέτοια ψυχική αγαλλίασι – Τό «Δόξα εν υψίστοις … », τό «επεσκέψατο ηµάς … », έβγαιναν από ψυχές, πού διψούσαν από τέτοιες στιγµές ιερές.Μέ µία χειραψία καί µέ µία ευχή στά χείλη «καί τού χρόνου µέ τήν νίκη, παιδιά, στά σπίτια µας», τελειώσαµε τήν προσευχή µας. Βωβοί µέσα στήν κουβέρτα ενώ κυλούσε από τά µάτια ένα δάκρυ αναµνήσεων, ορκιζόµαστε ακόµη µία φορά νά θυσιασθούµε γιά τήν πίστι τού Χριστού καί γιά τήν τιµή τής Πατρίδος µας.
«Τί ωραία πού ήταν η χθεσινή βραδυά. Αξέχαστη θά µάς µείνη», ήταν τά πρωινά λόγια, πού ανταλλάξαµε. Αλήθεια, αξέχαστα θά µείνουν τά Χριστούγεννα τού 1940”.
Υπ/κός Τσέλεκας Κων/τίνος
(«Μαρτυρίες ’40-’41» τών Κ. Χατζηπατέρα & Μ. Φαφαλιού, εκδ. Κέδρος)