Μοναχός Θεόκλητος Διονυσιάτης
Όπως σ’ ολόκληρη την Ορθοδοξία έτσι και στο Άγιον Όρος, η προετοιμασία των Μοναχών αρχίζει με αγνιστικές νηστείες από τις 15 Νοεμβρίου. Κατά το χρονικό αυτό διάστημα, οι ψυχές των μονοτρόπων μυσταγωγούνται στο Μυστήριο της Γεννήσεως με τους εισαγωγικούς Ύμνους, με τα Καθίσματα, τα Τριώδια των Αποδείπνων, τις μελίρρυτες Καταβασίες και με τους εξαίσιους Ασματικούς Κανόνες, που κορυφώνονται στις Μεγάλες Ώρες της προπαραμονής.
Έτσι, με όλα τα υμνολογικά αριστουργήματα της ποιητικής γραμματείας της Ορθοδοξίας. που καλύπτουν τις θείες διαστάσεις της Ενανθρωπήσεως του Θεού, οι μονάζοντες ζουν σε ένα κλίμα λειτουργικής συμμετοχής ως ιερουργούμενοι στο ανήκουστο Μυστήριο, ουρανοφάντορες, μυούμενοι στην υπέρ φύση Αποκάλυψη. Αυτά όλα, βέβαια, όπως ήδη είπαμε βιούνται σε ένα διάφορο μέτρο γνώσεως και εφέσεως, κατά τη δεκτικότητα και το σκεύος εκάστου, αλλά και το μέτρο που χορηγεί η άκτιστη χάρις.
Σε όλες τις βυζαντινές Μονές, τις ιερές Σκήτες, τα Ερημητήρια και τις θεόκτιστες Καλύβες η τυπική τάξη φυσικά διαφέρει, αφού οι δύο τελευταίες μορφές ασκητικής ακολουθούν μεθόδους που υπερβαίνουν τον τύπο και την τάξη. Αλλά στις δύο πρώτες, κατά την παραμονή των Χριστουγέννων τελείται το καθιερωμένο άγιον Ευχέλαιο «εις ίασιν ψυχής και σώματος» και ακολουθεί ο Μέγας Εσπερινός με τη θεία Λειτουργία του Μ. Βασιλείου, όπου διαβάζονται οι δεκαπέντε Προφητείες, που αναφέρονται με σύμβολα και άλλες με σαφείς προφητικές υποτυπώσεις στην ενανθρώπηση του Θεού.
Στη συνέχεια, αφού όλοι, με λειτουργική τάξη, μεταλάβουν του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, που σαρκώθηκε ακριβώς για να ενωθεί ασυγχύτως και αδιαιρέτως με «των χειρών του το πλαστούργημα» και να το θεώσει, απέρχονται στην απέριττη κοινή Τράπεζα.
Και μετά τρίωρη ανάπαυση, οι έκτος κόσμου Μοναχοί, επανέρχονται στον ιερό Ναό για την ολονύχτια αγρυπνία, που αρχίζει από την Λιτή, όπου ψάλλονται «μετά μέλους» οι θεολογικώτατοι Ύμνοι της Δεσποτικής εορτής.
Η ατμόσφαιρα που δημιουργείται από την «εν πνεύματι και αληθεία» λατρεία, αποβαίνει αληθινή μυσταγωγία των πιο υψηλών θεολογικών και πνευματικών εμπειριών. Νομίζει κανείς, ότι Άγγελοι Κυρίου επεδήμησαν εξ ουρανού και συμψάλλουν εναρμόνια μελωδήματα με τους αποδήμους του κόσμου ορεσιτρόφους Μοναχούς και ότι η θριαμβεύουσα στον ουράνιο κόσμον Εκκλησία, σε μια λειτουργική Σύναξη με τους ερημικούς και αρνησικόσμους χριστιανούς, υμνολογούν κατά την ιερή νύχτα της Γεννήσεως του Χριστού: «Ο ουρανός και η γη, σήμερον ηνώθησαν, τεχθέντος του Χριστού. Σήμερον Θεός επί γης παραγέγονε και άνθρωπος εις ουρανούς αναβέβηκε…».
Και πραγματικά, μέσα στον λαμπρότατο, υποβλητικότητα και κατανυκτικό βυζαντινό διάκοσμο και υπό τις ποικιλόχρωμες ανταύγειες, που διαχέουν τα ακτινοβολούντα πολύφωτα των στιλβωμένων πολυελαίων, τα τοιχογραφημένα πρόσωπα των Αγίων – που «ιστόρησεν» ο εμπνευσμένος χρωστήρας της Κρητικής ή Μακεδονικής Σχολής – παίρνουν μια τέτοια έκφραση, που οι θεώμενοι Μοναχοί να αισθάνονται ότι είναι ζωντανά μαζί τους.
Και, όπως διατελούν στην μεταρσίωση αυτή, να βλέπουν εκστατικοί μπροστά τους, όπως στέκονται στο στασίδι τους με μεταστοιχειωμένη την ψυχή, Αποστόλους, Προφήτες, Μάρτυρες, Ιεράρχες, Οσίους Ασκητές και Ησυχαστές, αυτήν την Θεοτόκον μέσα στο πάνσεπτο Σπήλαιο πλησίον του Θείου Βρέφους Της, που έχει η ίδια ανακλίνει ως Λόγο σαρκωμένο στη Φάτνη των αλόγων ζώων και που πλαισιώνονται από τους Αγγέλους και τους ποιμένες – όπως αποδίδει η βυζαντινή Αγιογραφία τη Γέννηση του Χριστού – με έκφραση απείρου αγαλλιάσεως, όλους συμμετέχοντας με την παρουσία τους στους θείους ύμνους…
Οι υμνολογίες συνεχίζονται, οι προσευχές διάπυρες ανεβαίνουν προς τον Κύριον, τα πρόσωπα των μοναστών αστράφτουν από μυστική χαρά για την ελπιζομένη και επιδιωκόμενη θέωσή τους. Τις μεστές δογματικού και θεολογικού περιεχομένου Ωδές, ακολουθούν τα πνευματικότατα Μεγαλυνάρια και η γλυκύτατη Εννάτη Ωδή της Θεοτόκου – μια Ωδή Χαράς αρρήτου, μπροστά στην οποία – ας μου επιτραπεί η βέβηλη σύγκριση – η περίφημη «Εννάτη» του Μπετόβεν, που τόσο συγκινεί τους αγεύστους από ορθόδοξες εμπειρίες με τον έντεχνο νατουραλισμό της – κυριολεκτικά εξαφανίζεται.
Τους θείους Αίνους διαδέχεται η αγγελική δοξολογία, για να επακολουθήσει το ουσιαστικό άνοιγμα των ουρανίων Πυλών με το υπερφυέστατο Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. Και οι Μοναχοί αλλοιωμένοι «την καλήν αλλοίωσιν» – πάλιν αναλογικά – κοινωνούν με κατάνυξη και γίνονται «θείας φύσεως κοινωνοί» από το «τεθεωμένον» Σώμα και Αίμα του Χριστού.
Τα Χριστούγεννα, λοιπόν, εορτάζονται στον Άθω με Ορθόδοξη μέθεξη στο Μυστήριο. Και κατανοείται η δογματική και πνευματική σημασία της Σαρκώσεως κατά το μέτρο της θεώσεως εκάστου, που επέτυχε με την θεία αγάπη, «Τοσούτον τω ανθρώπω τον Θεόν δια φιλανθρωπίαν ανθρωπίζεσθαι, όσον ο άνθρωπος εαυτόν τω Θεώ δι’ αγάπης δυνηθείς απεθέωσε».
Με πλαίσιο μια απαράμιλλη, σε ομορφιά και ποικιλία χειμερινών φυσικών εικόνων, φύση, με την βαθύτατη αγιορείτικη ησυχία, μέσα στη γεμάτη μυστήριο και διαφάνεια Βηθλεεμική νύχτα, οι ολονύχτιες θεοτερπείς ψαλμωδίες των Μοναχών σ’ ολόκληρη την Αθωνική χερσόνησο, με δεσπόζοντα τον λαμπρό Αστέρα, που μαρμαίρει κατά Ανατολάς, ζωντανεύουν την Γέννηση του Θεού Λόγου στο αιδέσιμο Σπήλαιο και μεταφέρουν τους Μοναχούς στην αγία εκείνη νύχτα, που φωτεινός Άγγελος Κυρίου ανήγγειλε στους απλοϊκούς «αγραυλούντας» ποιμένες:
«ιδού γαρ ευαγγελίζομαι υμίν χαράν μεγάλην, ήτις έσται παντί τω λαώ. Ότι ετέχθη υμίν σήμε¬ρον σωτήρ, ος εστί Χριστός Κύριος, εν πόλει Δαβίδ». Γι’ αυτό και, κατά την αναλογία της καθαρότητας τους, οι Μοναχοί συντηρούν στο διηνεκές μέσα στις καρδιές τους αυτή τήν ίδια λευκή νύχτα, που «πλήθος στρατιάς ουρανίου» έψαλλε «δια την των πάντων θέωσιν», το «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία».
(Αποσπάσματα από τον τόμο «Χριστούγεννα», Εκδόσεις «Ακρίτας» Αθήνα 1982)