– Κείμενο: ερημίτης –
Άγγελοι οινοχόοι με παιδικό χαμόγελο έγειραν την κανάτα, σταλαγματιές γλυκό κρασί ρέουν σε αυτά τα χώματα και πια ψυχές Χριστούγεννα ντυμένες και πλέον αυτή η πόλη έπαψε να δείχνει γκριζωπή.
Δεν είναι θέρος αυτή η εποχή που όλα τα διέπει η κάψα του, που ‘χει σαγήνη θάλασσας και κάποιας νύχτας με άστρα μα ούτε και πάλι Άνοιξη που αυθόρμητα διαστέλλεσαι στη μέρα, στον πράσινο οργασμό της.
Χειμώνας έξω από την οθόνη σου και το παράθυρό σου και η χειμερία νάρκη εντελώς παράδοξα απέκτησε σφυγμό. Φωτάκια μες στη νύχτα σου και οι άγγελοι στον ουρανό αφήνουνε γραμμές αδιόρατες, αθέατη λεωφόρος.
Στα χείλη όσων δεν γνώρισαν τον Ιησού Χριστό θα όφειλε να χάσκει τώρα μια απορία: “Τί έπαθε και έλαμψε η βαρυχειμωνιά;” Όμως η κάθε ανάσα η παγερή που νεφελοποιείται σε έναν απόμερο ναό, είτε και οι μυρωδιές από ένα χριστουγεννιάτικο γλυκό όπου με ευδαιμονία ξεγλιστρούν έξω από ένα τζάμι, τα πάντα στην ατμόσφαιρα γνωρίζουν και το διαλαλούν ότι η ψυχή σου άνοιξε αυτή την εποχή.
Κι αυτό διότι ανάμεσα μας βρίσκεται ο ίδιος ο Θεός!
Ο Ίδιος ως ένα Πρόσωπο και όχι ως μία ενέργεια ορφανή. Το πρόσωπό πάντα θα θέτει σχέση, ευθύνη και έρωτα. Όταν απουσιάζει πρόσωπο για να συσχετιστείς, θρησκείες, ιδέες και ευχές, όλα αυτό- ικανοποίηση, όλα φαντασιώσεις.
Χριστούγεννα ορόσημα… τα τελευταία Χριστούγεννα του πατέρα, η τελευταία φορά που σε επισκέφτηκε ξημέρωμα ο Άη Βασίλης, μετά κάποιοι σου είπανε απλά ότι δεν υπάρχει και κάποια όπου ανακάλυψες πως όντως είναι υπαρκτός και ότι είναι Μέγας.
Χριστούγεννα παλαιά που το μυαλό παλεύει να τρεμοπαίξει μία στερνή φορά εκείνη τη γιρλάντα από μικρά φωτάκια γύρω από ένα δέντρο, από καιρό καμένα.
Σε εκείνα τα Χριστούγεννα όπου με μούρη στραπατσαρισμένη, καταγής, άτσαλα προσγειώθηκες κάτω από ένα τέτοιο.
Όλα τα παραπάνω και άλλα πολλά ακόμη, εκείνα που έχεις μέσα σου, να μην τα αποκαλύψεις, κράτα τα… βλέπεις αυτή την εποχή πάνε απευθείας στον Θεό. Διότι είναι Χριστούγεννα, Αυτός ανάμεσά μας και τώρα δεν χρειάζεται οι προσευχές και οι πίκρες σου να διασχίσουνε έναν πυκνό, ατέλειωτο ουρανό.
Μάρτυρες κι ερημίτες φίλοι μου, κάποιες φορές στο Πνεύμα των Χριστουγέννων αρέσκεται να γδύνεται, να μένει αφτιασίδωτο, γυμνό αυτό, γυμνός κι εσύ, σου έχει τύχει, ξέρω. Ήθελε αυτό να σου εκδηλώσει μια πιο μυστηριακή αλλά και πιο άγρια ομορφιά.
Σε είχε επισκεφτεί απέριττο και αγνό κάποια χρονιά, χαράματα Χριστούγεννα και ότι ακουγότανε ήταν μονάχα κλάμα από το Θείο Βρέφος. Εσύ τότε ξαφνιάστηκες, ήταν σαν να το άκουγες απ’ τον φωταγωγό, σε βρήκε απροετοίμαστο, σηκώθηκες, φόρεσες κάτι πρόχειρο, δεν ήξερες τί θα έπρεπε να κάνεις.
Θυμάσαι;