«Ο λαός που ξεχνά την Ιστορία του είναι καταδικασμένος να την ξαναζήσει»
Ακολουθεί απόσπασμα από το “Χρονικό” του Γεωργίου Φραντζή, αυτόπτη μάρτυρα και ανθρώπου του στενού κύκλου του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου. Οι περιγραφές είναι σκληρές και έλαβαν χώρα μέσα και έπειτα από ένα γενικότερο πλαίσιο απαξίωσης και παρακμής “εντός των τειχών” πολύ καιρό πριν από τις 29 Μαΐου. Χαρακτηριστική είναι η εκτίμηση του Γεωργίου Φραντζή, σε κάποιο άλλο σημείο του έργου του, ότι οι εύποροι Κωνσταντινουπολίτες ουδέποτε θελήσανε στο να συνδράμουν οικονομικά για την ενίσχυση οχύρωσης της Πόλης, ενώ υπήρχαν και οι περιπτώσεις όπου υποστήριζαν ανοιχτά και τους Οθωμανούς.
Η κοινωνία κατά τα άλλα βίωνε έντονα την διχόνοια και το εμφύλιο μίσος, ανάμεσα στους περίφημους “ενωτικούς και ανθενωτικούς” και φυσικά είναι γνωστό ότι με τον σουλτάνο έξω απ’ τα ψηλά τα τείχη, βρισκότανε άκομη και Έλληνες ανάμεσα στους πολιορκητές.
Είμαστε ο erimitic και αν σας θυμίζουνε κάτι όλα αυτά, τότε είστε μαζί με εμάς εδώ και τώ¬ρα ελεύθεροι πολιορκημένοι στην ίδια μας την χώρα.
Μέχρι τελικής πτώσεως λοιπόν.
Ζει Κύριος ο Θεός.
Συνεχίζοντας σ’ όλα τα παραπάνω, όλα αυτά συνέβαιναν μέχρι και τις 28 Μαΐου του 1453… τουλάχιστον την επόμενη, εκεί υπήρχε ένας Ηγέτης που επέδειξε φιλότιμό μπροστά από την Πύλη του Αγίου Ρωμανού.
Προς γνώσιν μας, λοιπόν ή… και συμμόρφωσίν μας:
«Οι εχθροί έγιναν κύριοι όλης της Πόλης την Τρίτη 29 Μαΐου τη δεύτερη ώρα της ημέρας, του έτους 6961 (βυζαντινή χρονολόγηση). Και όσοι παραδίδονταν, τους αιχμαλώτιζαν ή τους άρπαζαν ζωντανούς• όσοι πιάνονταν ανθιστάμενοι, αυτοί σφάζονταν. Και η γη σε μερικά μέρη δεν φαινόταν καθόλου από τους πολλούς νεκρούς. Ήταν φοβερό θέαμα, και άκουγες θρήνους πολλούς και ποικίλους, και έβλεπες αμέτρητους εξανδραποδισμούς ευγενών αρχοντισσών και παρθένων και μοναχών, που τις έσερναν αλύπητα οι Τούρκοι από τα ρούχα και τα μαλλιά και τις κοτσίδες έξω από τις εκκλησίες, ενώ έκλαιαν και οδύρονταν. Παιδιά έκλαιαν, επίσης, και οδύρονταν, λεηλατούνταν ιερά και εκκλησίες…
Ποιος θα διηγηθεί όλη αυτή τη φρίκη; Έβλεπες το θείο αίμα και σώμα του Χριστού να χύνεται στη γη και να πετιέται, και να διαρπάζονται τα τιμαλφή σκεύη, τα οποία είτε έσπαζαν ή τα σφετερίζονταν. Το ίδιο έκαναν και με τον διάκοσμο: καταπατούσαν τις άγιες εικόνες που ήταν διακοσμημένες με χρυσάφι και ασήμι, για ν’ αφαιρέσουν τα κοσμήματα, έκαναν κρεβάτια τις άγιες τράπεζες, και σκέπαζαν τα άλογά τους με τις ιερατικές στολές και με ενδύματα μεταξωτά και χρυσοΰφαντα άλλοι έτρωγαν πάνω σ’ αυτά, και τα πολύτιμα μαργαριτάρια των αγίων κειμηλίων τα έκλεβαν, καταπατώντας τα άγια λείψανα• και έκαναν και άλλα αξιοθρήνητα ανοσιουργήματα πολλά, σαν προπομποί του αντίχριστου που ήταν. Ω, η σοφή σου κρίση, Χριστέ βασιλεύ, είναι ανερμήνευτη και ανεξιχνίαστη. Και έπρεπε να δεις τον τεράστιο και πανάγιο εκείνο ναό της Σοφίας του Θεού, τον επίγειο ουρανό, το θρόνο της δόξας του Θεού, το όχημα των Χερουβείμ και δεύτερο στερέωμα, τον φτιαγμένο λες από το χέρι του Θεού, το αξιόλογο και θαυμάσιο θέαμα, το αγλάισμα όλου του κόσμου, τον ωραιότερο ναό μεταξύ των ωραίων, που πάνω από το άδυτό του και πάνω στο θυσιαστήριο έτρωγαν και έπιναν, και έκαναν τις ασελγείς πράξεις τους και ορέξεις τους επάνω στην αγία τράπεζα, με γυναίκες και παρθένες και παιδιά.
Ποιος να μην σε θρηνήσει άγιε ναέ; Παντού πλημμύριζε το κακό και έχανε κανείς το μυαλό του. Στα σπίτια θρήνοι και κλαυθμοί, οδυρμοί στις τριόδους, ολοφυρμοί στις εκκλησίες, οιμωγές ανδρών, ολολυγμοί γυναικών, τραβήγματα, εξανδραποδισμοί, ξεσχίσματα και βιασμοί. Οι σεμνοί ατιμάστηκαν, οι πλούσιοι εξευτελίστηκαν, σε πλατείες, σε γωνίες, σε κάθε τόπο, παντού το κακό ξεχείλιζε. Κανένα σημείο δεν έμεινε ανεξερεύνητο και αμόλυντο. Ω βασιλεύ Χριστέ μου, ελευθέρωσε από τέτοια θλίψη κάθε πόλη και χώρα που κατοικούν χριστιανοί. Κανέναν αυλόγυρο και κανένα σπίτι δεν άφησαν οι ασεβείς χωρίς να τα σκάψουν για να βρουν τάχα κρυμμένα χρήματα. Βρήκαν πολλούς θησαυρούς, παλιούς και νέους, και άλλα πολύτιμα πράγματα που τα σφετερίστηκαν».
Ο Γεώργιος Φραντζής αμέσως μετά την Άλωση πιάστηκε αιχμάλωτος μαζί με την οικογένειά του. Καποια στιγμή κατάφερε να απελευθερωθεί τόσο ο ίδιος όσο και η γυναίκα του. Η νεαρή του κόρη πέθανε από λοιμώδη νόσο έγκλειστη στο χαρέμι. Ο γιος του σφαγιάστηκε στα δεκαπέντε του μόλις χρόνια.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα έζησε ως μοναχός στην Κέρκυρα.
Μετά από παρότρυνση αρκετών, κάθισε τοτε και συνέγραψε το περίφημο “Χρονικόν” του.
ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΣΠΑΝΟΥΔΑΚΗΣ ΘΑΡΘΕΙΣ ΣΑΝ ΑΣΤΡΑΠΗ
erimitic