(Αρχικά, ακολουθεί απόσπασμα από τον τελευταίο λόγο του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου πριν από την Άλωση):
«Ξέρετε καλά, αδερφοί, ότι για τέσσερις λόγους οφείλουμε όλοι να προτιμήσουμε το θάνατο παρά τη ζωή:
πρώτον, για την πίστη και την ευσέβειά μας
δεύτερον, για την πατρίδα
τρίτον, για το βασιλέα και το Χριστό
και τέταρτον, για τους συγγενείς και φίλους.
Λοιπόν αδέρφια, αν οφείλουμε να αγωνιστούμε μέχρι θανάτου για έναν και μόνο από τους τέσσερις αυτούς λόγους, τότε πολύ περισσότερο για όλους μαζί, όπως προφανώς κατανοείτε. Αν για τις αμαρτίες μας, παραχωρήσει ο Θεός τη νίκη στους ασεβείς, θα διακινδυνεύσουμε υπέρ της πίστεως της αγίας που μας παραχώρησε ο Χριστός με το αίμα του. Αυτό είναι το σπουδαιότερο απ’ όλα. Τι θα ωφεληθεί κανείς αν κερδίσει τον κόσμο όλο και χάσει την ψυχή του; Δεύτερον, χάνουμε έτσι μια περίφημη πατρίδα και, ακόμη, την ελευθερία μας. Τρίτον, χάνουμε την άλλοτε περιφανή και σήμερα ντροπιασμένη, ταπεινωμένη και εξουθενωμένη βασιλεία, η οποία γίνεται έρμαιο του ασεβούς τυράννου. Τέταρτον, στερούμεθα τις προσφιλείς γυναίκες και τα παιδιά μας και τους συγγενείς μας».
(Έπεται απόσπασμα από τον τελευταίο λόγο του Μωάμεθ του Β’ πριν από την Άλωση):
«Και αν και από μας σκοτωθούν μερικοί, όπως συνήθως γίνεται στους πολέμους, κατά το γραφτό του καθενός, ξέρετε καλά από το κοράνι μας τι λέει ο προφήτης, ότι αυτός οπού πεθαίνει σε τέτοια περίσταση, ολόσωμος στον παράδεισο θα φάει και θα πιει με το Μωάμεθ και θα αναπαυτεί με παιδιά και με γυναίκες ωραίες και παρθένες σε τόπο χλοερό και ευωδιαστό από άνθη, και θα λουστεί σε ωραιότατα λουτρά και σ’ εκείνο τον τόπο αυτά θα έχει από το θεό. Εδώ πάλι από μένα, όλος ο στρατός μου και οι άρχοντες της αυλής μου, αν νικήσουμε, ο μισθός που θα πάρουν από μένα θα είναι, ανάλογα με τον καθένα, διπλάσιος από αυτόν που παίρνουν τώρα και θα αρχίζει από τώρα ως το τέλος της ζωής τους. Κι αν βρείτε και αρπάξετε τίποτε χρυσαφικό ή ασημικό και ρουχισμό, αιχμαλώτους και άντρες και γυναίκες, μικρούς και μεγάλους, κανένας δε θα μπορεί να σας τους πάρει ή να σας ενοχλήσει σε τίποτε».
(Τα αποσπάσματα είναι από το “Χρονικόν” του Γεωργίου Φραντζή).