Σύμφωνα με τους Πατέρες το όλο πρόβλημα στον άνθρωπο (από την πτώση των πρωτοπλάστων μέχρι σήμερα) είναι η διακοπή επικοινωνίας του εγκεφάλου με την καρδιά. Στους πρωτόπλαστους (και στους θεραπευμένους = φωτισμένοι, Άγιοι, προφήτες κλπ) η καρδιά και ο εγκέφαλος βρίσκονται σε κοινωνία μεταξύ τους και η νοερή ενέργεια της ψυχής χρησιμοποιεί και τα δύο όργανα αυτά με απόλυτη αρμονία• στην καρδιά εργάζεται τα του Πνεύματος και στον εγκέφαλο τα της λογικής. Ποιο συγκεκριμένα, η νοερά ενέργεια μέσα στην καρδιά (το πνεύμα του ανθρώπου) στροβιλίζεται συνεχώς και ασταμάτητα σε κατάσταση προσευχής (το Άγιον Πνεύμα προσεύχεται μέσα στην καρδιά και διδάσκει το πνεύμα μας) και σε αρμονία με τη νοερά ενέργεια στον εγκέφαλο (διάνοια) που εργάζεται για τα πρακτικά θέματα και ανάγκες της ζωής και του εξωτερικού περιβάλλοντος. Στον μεταπτωτικό άνθρωπο υπάρχει βραχυκύκλωμα μεταξύ διάνοιας – εγκεφάλου και πνεύματος – καρδιάς. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα ο άνθρωπος να προσκολλάται στο περιβαλλον του και τα εξωτερικά νοήματα μέσω των αισθήσεων και του μηχανισμού της σκέψης και των λογισμών. Έτσι πραγματικότητά του γίνεται μόνο ό,τι μπορούν να κατανοήσουν οι αισθήσεις για τις φυσικές του ανάγκες (τροφη, στέγη, χρήματα, ικανοποίηση κλπ) μέσω των λογισμών του, είτε καλών, είτε κακών λογισμών, που διαστρεβλώνουν την αλήθεια. Έτσι ο εσωτερικός άνθρωπος υφίσταται έναν πνευματικό θάνατο. Δηλαδή η αγάπη υποδουλώνεται από το ένστικτο της αυτοσυντηρήσεως, το οποίο την παραμορφώνει και την μεταμορφώνει σε εγωκεντρική και ιδιοτελή ενέργεια, υποβαθμισμένη σε απλή αναζήτηση επιβίωσης, ασφαλείας και ικανοποίησης.
Η θεραπεία επιτυγχάνεται με την επαναφορά της νοεράς ενέργειας στην καρδιά (πνεύμα) και την κοινωνία της με την διάνοια (εγκέφαλο), με διόρθωση του μεταξύ τους βραχυκυκλώματος κι έτσι αποκαθίσταται και η κοινωνία του ανθρώπου με την Δόξα του Θεού (δια της καρδιάς). Αυτό ονομάζεται φωτισμός που – αφού προηγηθεί η κάθαρση της καρδιάς – ξεκινάει με τη μετάνοια, δηλαδή την αλλαγή τρόπου ζωής με πίστη και την λειτουργική ζωή της Εκκλησίας και έναν πνευματικό οδηγό που έχει περάσει κι αυτός την ίδια πνευματική διαδρομή της φώτισης ή και Θέωσης (η επόμενη φάση του φωτισμού). Η βασικότερη εργασία που αναλαμβάνει να εκπαιδεύσει ο πνευματικός οδηγός τον νεοφώτιστο – μετανοούντα για τον προσωπικό φωτισμό του, είναι η εκμάθηση της νοεράς και καρδιακής ησυχίας και προσευχής, με την οποία επιτυγχάνεται η επανακίνηση του Πνεύματος στην καρδιά εν “στεναγμοίς αλαλήτοις” (Ρωμ. 4:26). Το τελικό στάδιο του φωτισμού, δηλαδή η μεταμόρφωση της ιδιοτελούς αγάπης σε ανιδιοτελή αγάπη, είναι όπως προαναφέραμε η Θέωση (ή δοξασμός). Αυτή είναι η άφιξη του ανθρώπου στην κατάστασιν για την οποία δημιουργήθηκε.