“Ποιόν σοι εγκώμιον, προσαγάγω επάξιον, τί δέ ονομάσω σε; απορώ καί εξίσταμαι.”
– Κείμενο: Νεκταρία Παπαγεωργίου –
Στην εξώθυρα της αστικού περιβάλλοντος οικίας μου, τόλμησαν και φέτος να ανθίσουν οι νερατζούλες μας. Σε πείσμα καιρών, καταστάσεων, καταστροφής της φύσης και καθυπόταξης της στην ασχήμια της τσιμεντένιας αστικοποίησης και της σωρηδόν ανθρώπινης στοίβαξης σ’ένα παράλληλο, δήθεν γήινο σύμπαν. Προϋπαντεί η θεία αυτή οσμή το ΘΕΙΟΝ ΠΑΘΟΣ και συμπίπτει με την υμνολογία στην ΠΑΝΑΓΙΑ μας στους Χαιρετισμούς Της. Ευωδία, με αντίδωρό μας την ευχαριστία μας, καθώς την εκπέμπουμε- ή ασυνείδητα, οσφριζόμενοι αυτήν φευγαλέα, καθώς απλά εντοπίζεται στην αναπνοή μας, ή με μία επί τόπου στάση μας, γεμάτη αγαλλίαση στη δυνατή εισπνοή μας με την άνωθεν ύψωση του βλέμματός μας. Βέβαια.. αν σταθούμε, αν εκδυθούμε για λίγο το σφιχτό παλτό της ισοπεδωτικής- αστικής ξαναλέω- καθημερινότητας μας.
Με αυτή την ευωδία έφτασα στην Εκκλησία, μετά την ολιγόλεπτη στάση μου για να την κλείσω σε όλες μου τις αισθήσεις, μέχρι να την εναποθέσω στην Εικόνα της Παναγίας. Μια στάση στο “θυμίαμα” της φύσης με τα ολόλευκα άνθη. Και τώρα, θωρώ την Άχραντον Εικόνα Σου να αντιφέγγει εμπρός κι εντός μου. Δ’ Χαιρετισμοί κι αναρωτιέμαι πώς στάθηκα απέναντι στις Στάσεις; Με ικεσία, ναι! Σίγουρα! Παντοτινοί ικέτες στην παρρησία Της αφού αυτή πάντα ζητούμε. Πώς ζητούμε όμως; Πώς εκπέμπουμε τις παρακλήσεις μας; Με ποιά ταπείνωση; Με ποια δοξασία;
Αυτή τη φορά δεν έβγαιναν λόγια να πώ, να παρακαλέσω. Ένιωθα σαν το μικρό παιδί που ήθελε να τρέξει και να χωθεί στην αγκαλιά της μάνας του, που όλο τον κόσμο του χωράει, αλεξίσφαιρο λαθών, ατοπημάτων, διαψεύσεων, ανοησιών, φόβων και αμαρτημάτων. Το ζεστότερο φώλιασμα στην πάλλευκη, μητρική αγκαλιά που αναγνωρίζει την συγχώρεση και σιγουρεύει το αδιάρρηκτο της σχέσης. Και κάπου εκεί υπάρχει κι η ταπείνωση. Αναγνώριση και μετάνοια, κατανόηση και συγχώρεση: ζεύγη σε τέλεια και αρμονική αναφορά, καθρέφτισμα του έτερου προσώπου, ο δεχόμενος τον προσφερόμενο, μετουσίωση προσευχής. Η ΠΑΝΑΓΙΑ είναι ΑΥΤΗ που φωτίζει με την έκλαλη σιωπή Της. Είναι η παύση που λέει τα πάντα. Γιατί η σιωπή, όταν προσδέχεσαι τον αγαπημένο, γίνεται η καταγραφή της καρδιάς στο βλέμμα, που κι αυτό γνωρίζεται ως δικό σου κομμάτι κατάθεσης του άλλου μαζί με την καθαρή καρδιά, την ψυχή και το νου, που τα εμπιστεύεσαι άνευ όρων και εσαεί.
Κι έτσι η στάση γίνεται υπερβατική μετοχή, συμμετοχή, προσηλίαση στην ΚΥΡΙΑ ΘΕΟΤΟΚΟ. Απλά, καρδιακά, χωρίς προσχεδίασμα. Με αλήθεια και ταπείνωση, ακράτητο πλησίασμα στο χάδι και στη Χάρη Της, με σιωπή ή προσευχή, με δάκρυ ή χωρίς, οδεύουμε στην Βασίλισσα μας.