– Κείμενο: Νεκταρία Παπαγεωργίου –
Περἰ τἐχνης (κι ὄχι μὀνο) σἠμερα ο λὀγος. Ἤ ἀλλιῶς ἐγῶ θά ἔλεγα, ἕνα ἀκὀμα σημεῖο πού δείχνει ὅτι ὅλα τά ἔχει καταθέσει, προνοήσει, συμπεριλάβει ἥ Ἑκκλησία μας σέ ἔνα ἐπἰπεδο πού ἐνώνει το γήϊνο καί τό συμπαντικό, τό ἐπίγειο καί τό οὐράνιο, τό νοητό καί τό ἄφθταστὀ του, τήν ἀρχή καί τό τέλος, τή ζωή καί τό θάνατο, τόν τέλειο καί μοναδικό κύκλο πού ὀρίζει τόν “μικρό, μεγάλο” τοῦτο κόσμο.
Tά παγκόσμια δημιουργήματα ἐξαίρετης ζωγραφικῆς ἀπὀ μεγάλους δημιουργοῦς ἔχουν καλῶς λάβει τίς δάφνες καἰ τους ἔπαίνους τους. Καλλιτεχνημένα ἀπό χέρι πού τό ὀδηγεῖ νοῦς χαλκευμένος μέ ἀστραπή, φῶς καί φωτιά, μιλοῦν τή δική τους γλῶσσα σέ ὄσους μαζί τους συνδιαλέγονται. Χρώματα, κινήσεις, σκιές, βάθη, τεχνοτροπίες νά ἀκουμποῦν στόν καμβά τόν ἀναστεναγμό τῆς ψυχῆς τοῦ δημιουργοῦ τους, καθῶς τό πινέλο ἀφήνει τό ὑγρό φιλί του στήν ἐπίμονη ἀποτύπωσή του ὡς σημἀδι μιᾶς μικρῆς αἰωνιότητας. Ἀπό τήν περίφημη Μόνα Λίζα τοῦ Λ. Ντα Βίντσι, πού η αἰνιγματικἠ της ἔκφραση ἀφήνει μετέωρο στήν ἀπόφαση τόν θεατή γιά τό ἐάν μᾶς ἀτενίζει δελεαστικά ἤ ἀπόμακρα, μέχρι τά σουρεαλιστικά ὡρολόγια τοῦ Νταλἰ ποὐ μᾶς χτυποῦν τόν “λιωμἐνο” χρόνο στἠν ὑπαρξιακή μας ματαιότητα, ἡ τἐχνη τῆς ζωγραφικῆς καταδεικνύει πνευματικά ὕψη καί βάθη.
Εἶμαι σίγουρη ὅτι ὅλοι μας θά ἐχουμε βρεθεῖ σέ κάποιο μοναχικό ξωκκλήσι. Αὐτό πού στέκει ἀγέρωχο σέ μιά ἐρημιά, ἀσκητικά καί περἠφανα. Κάποιες είκόνες με ἴσως κάποιες ἁγιογραφίες θά ντύνουν τό δεὀμενο και ὁστεῶδες κορμί του, ἑνὠνοντας τήν τρεμάμενη φλόγα τῶν κεριῶν του στήν προσευχῆ. Τἀ πιστά χέρια πού ἐχουν ἁγιογραφήσει μυριἀδες εἰκόνες εἶναι κατά πλειοψηφία ἀγνωστα. Ποιός εἶναι αὐτός πού θά ἀναζητήσει μιἀ τέτοια ὑπογραφή;… (Προλαβαίνοντας τό άρνητικὀ σχόλιο τῆς… ὥρας, λέω ὅτι σε ΚΑΜΙΑ περίπτωση δεν ἑννοῶ ὄτι δέν ὑπἀρχουν αὑτοί πού θά σταθοῦν εὑλαβικά στόν θεόπνευστο δημιουργό -ἐξάλλου, ἡ ἁγιογραφία – ἁγιογράφηση ὑπερβαίνει τή σφαίρα τῆς τέχνης- οὔτε ὁτι ὑπολείπονται οἰ μἐγιστοι τῶν ἁγιογράφων!!).
Ἀλλοῦ ἐπιθυμῶ νά σταθῶ. Στὀ ἁμεσο συναίσθημα πού ἑκλύεται σἐ κάθε πιστό ἀντικρύζοντας μιά εἰκόνα. Ἥ εἰκόνα οἰκειοποιεῖται αὐτοστιγμεῖ ὁλο μας τό εἶναι. Κάθε φορά συντελεῖται μία μαγική συνάντηση. Ὅλα ζωντανεῦουν, κοιτοῦνε, ἀκοῦνε, στενάζουν, κλαῖνε. Νοιώθεις τά άγια μάτια νά καρφώνονται ἐπάνω σου, μέσα σου καί το κυριότερο νά σέ ἀκολουθοῦν παντοῦ! Αὐτό κι ἀν εἶναι τέχνη. Ἀπό ὅλες τίς γωνίες τό ἱερό βλέμμα σέ ἀκολουθεῖ. Τό παράδοξο: οἰ μέτοχοι τἐτοιας ἕνωσης εἶναι οἵ ἔχοντες καθαρἀ τῇ καρδία!
Ἀκολουθεῖ μία σιωπηλή κατανὀηση, που δέ χρήζει διανοουμενίστικης ἀνάλυσης, πανεπιστημιακῆς γνῶσης. Τό σταυροκόπημα, ἡ ἐπίκληση ἤ ἠ εὐχαριστία διαδέχεται ἡ στάση δευτερολέπτων, λεπτῶν, ἡ στιγμή πού τά βλέμματα θά συναντηθοῦν καί θά μιλήσουν. Πόσες εἰκόνες δέν ἀγιογραφήθηκαν κατόπιν θεϊκῆς παρέμβασης σέ ένύπνιο! Ὁ δημιουργός γνωστός ἥ ἅγνωστος, εἰδήμων ἤ ὄχι, πίανοντας τό πινέλο ὁδηγεῖται ἀπό τό χάρισμα τῆς πίστης κι αὐτό εἶναι κάτι πού ἀποτυπώνεται μυστικά τῷ τρόπῳ. Παλιά οἱ ἀγιογράφοι νήστευαν καί κοινωνοῦσαν προτοῦ ξεκινήσουν τό ἔργο τους. Ἥ θεῖα Χάρις συνοδοιπόρος νά κινεῖ νοῦ καί χἐρι σέ θεῖο ἀφἠγημα, μιλιά παρουσίας καί συμπαρἀστασης.
Κάθε πού μπαίνω σέ ἐκκλησιά τά μάτια μου κάνουν κύκλο στην ἀγιογράφηση. Παίρνω ἔτσι τήν ἀπαραίτητη παραμυθία γιά δύο πράγματα. Πρὼτον ὅτι ΟΛΟΙ εἵμαστε ἐκεῖ, ἡ θριαμβεύουσα κι ἥ στρατευομένη ἐκκλησία, οἱ δικοί μας ἀγαπημένοι πού στήν αἰώνια πατρίδα ρίζωσαν. Δεύτερον ὅτι αἰσθάνομαι νά με περικλυνώνει ἡ παρουσία τοῦ Οὐρανοῦ σέ μία διαβεβαίωση παρουσίας καί ἐγγύτητας. Δέ μπορῶ νά ἀσκήσω καμία ἀνἀλυση ἀντικειμἐνου ὡς πρός τό θέαμα. Μέ κατακλὐζει ἡ σοφία τῆς ἀπλὀτητας.