o-pinakas-entos-mou

Ο ΠΙΝΑΚΑΣ ΕΝΤΟΣ ΜΟΥ

– Κείμενο: Νεκταρία Παπαγεωργίου –

25η ΜΑΡΤΙΟΥ 1821. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΑΣ ΛΑΥΡΑΣ, ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ… Λίγο πριν φέξει ο ουρανός, λίγο πριν λάμψει η μέρα, «εχάραξε η Ανατολή και έφεξε η Δύση». Κρύο και σκοτάδι προσπαθούν να διαψεύσουν την χαραυγή τούτη… λένε πως το βαθύτερο σκοτάδι, είναι αυτό λίγο πριν την αυγή… κι αυτή ήταν γραφτό να είναι η βασίλισσα αυγή- σαν την Πάνσεπτη, Αγνή Κόρη που Ευαγγελιζόταν… “Ἄγγελος πρωτοστάτης, οὐρανόθεν ἐπέμφθη, εἰπεῖν τῇ Θεοτόκῳ τό, Χαῖρε”, το άγγελμα πριν την Άμωμον Σύλληψιν που τροχιοδρομεί την Σωτηρία: ”Δύναμις τοῦ Ὑψίστου, ἐπεσκίασε τότε, πρὸς σύλληψιν τῇ Ἀπειρογάμῳ· καὶ τὴν εὔκαρπον ταύτης νηδύν, ὡς ἀγρὸν ὑπέδειξεν ἡδὺν ἅπασι, τοῖς θέλουσι θερίζειν σωτηρίαν”. Tα σήμαντρα της μεσσιανικής εκπλήρωσης της Θείας Υπόσχεσης παιανίζουν στο πρώτο φως.
Η δεκαπεντάχρονη Παρθένος Ευαγγελίζεται κι η Ελλάδα ματώνει με αδούλωτη ανυποταγή, απροσκύνητο φρόνημα και γολγοθαϊκή αποστέρηση, κάτω από τη σιδερένια βουρδουλιά του Τούρκου. Αλύγιστη, επιμένει να φύεται και να ανθίζει σαν το λουλούδι στον πιο απόκρημνο, παρατημένο, παραπονεμένο βράχο, ποτισμένο μόνο με κλάμα, κλάμα βροχής και θανάτου.
Τούτη τη μέγιστη ώρα, τη στιγμή που το έβενος του σκοταδιού παραδίδει ακούσια τη θέση του στη μωρουδιακή αυγή, τρίζει η μεγάλη, ξύλινη πόρτα της Μονής. Εισέρχεται ο τελευταίος πολεμιστής. Φορεί την αρματωσιά του και το λευκό, καλό του πουκάμισο. Αυτό που του είχε υφάνει η μάνα του στον αργαλειό της, και μέσα στο σεντούκι το φύλαγε με λεβάντα και προσευχές για τη μέρα του γάμου του… εκεί, κάτω από τη Σημαία. Σταυροκοπιέται, ανάβει κερί. Κερί που μοσχοβολά μέλισσας κυψέλη. Το μανουάλι, καθώς το δέχεται, σα να βαραίνει από την προσευχή. Προχωράει στις Εικόνες του Χριστού και της Παναγιάς. Ασπάζεται με εδαφιαίες μετάνοιες, προσκυνά, ξαναπροσεύχεται και πλησιάζει το ψαλτήρι. Το αγέρωχο και ταπεινό βλέμμα του συναντά στους συμπολεμιστές του τον πόθο του επερχόμενου Όρκου. Όλοι ψάλλουν, ψάλλουν και δακρύζουν. Δεν είναι μόνο αυτοί. Γη και Ουρανός εδώ. Μέσα στην μικρή Εκκλησιά έχει κατέβει η Άνω Ιερουσαλήμ, ο Άναξ και η Άνασσα Μητέρα Του, στρατιές Αγίων, Ταγμάτων, Αγγέλων. Το θυμίαμα ενώνεται με τη φλόγα κεριών και καντηλιών και κατευθύνουν τη ικεσία. Η κορμοστασιά του Ιεράρχη που στέκεται στην Ωραία Πύλη, πέταγμα αγγελικών φτερών, λαλεί το ασύγκριτο δώρο της Χάριτος… Σύσσωμοι και Σύναιμοι Θεού, Θέωση ανθρώπου. Ζυγώνει η Θεία Κοινωνία. Πρώτα η Κοινωνία, μετά ο Όρκος. Κοινωνούν και Ορκίζονται. Πατούν σε γη, όμως ύψωση νιώθουν. Εμπρός τους, το λάβαρο με την χρυσοκεντημένη Κοίμηση της Θεοτόκου που άλικο βελούδο την αγκαλιάζει. Ποια ευλογημένα χέρια να πέρασαν τις άγιες βελονιές; Κάθε λέξη στάζει αίμα, δάκρυ, σαμψωναϊκή δύναμη, κι η ματιά σπαθί και μπαρούτι σπινθηροβολεί μέσα από την πείνα που μαυρίζει τα μάτια, το κουρελιασμένο άδικο τεσσάρων εκατόχρονων, για να λιώσουν την τουρκιά ακόμα και με κοφτερές πέτρες κι αγκαθωτά ξύλα. 400 χρόνια σκλαβιάς- το ακάνθινο στεφάνι… Η φωνή τρεμάμενη και βροντερή. Ένας, ένας ασπάζεται το χέρι του Ιεράρχη, του Εθνομάρτυρα πολεμιστή, του μπουρλοτιέρη των ψυχών που ο ίδιος ο Ιμπραήμ θα νεκροφιλήσει στο Μανιάκι στις 25 Μαίου 1825.
Ο ‘Ορκος έχει δοθεί- στιγμή τραγική και ωραία συνάμα. Ο πρώτος Ήλιος τους συναντά καθώς βγαίνουν με ευλογημένη σιωπή και κρατούν την ύπατη στιγμή, φυλαχτό και Σημαία. Η υπέρβαση του ανθρώπινου μέτρου έχει μόλις ξεκινήσει για άλλη μια φορά. Και ξεκινούν να σκορπίσουν το λιβανωτό της ζήσης τους με αφειδώλευτη παλληκαριά στην Ιστορία μας που με κόκκινο μελάνι μόλις έχει σφραγιστεί.

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΒΡΥΖΑΚΗΣ, « ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ευλογεί την Ελληνική Επανάσταση» ΕΘΝΙΚΗ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ

error: Content is protected !!
Scroll to Top