– Κείμενο – φωτογραφία: Λυδία –
Έβγαινες στις αυλές, στους δρόμους και στις αλάνες, να βρεις τους φίλους σου, να παίξεις κρυφτό, μήλα, σχοινάκι, κλέφτες κι αστυνόμους. Κι όταν τους αντάμωνες, ο χρόνος σταμάταγε. Δεν υπήρχε γη, ουρανός, μανάδες, πείνα, δίψα. Χανόσουν στο μαγικό κόσμο του παιχνιδιού, για να μάθεις, τι είναι ζωή! Να μάθεις να περιμένεις τη σειρά σου, να συμπαραστέκεσαι στον αδύναμο φίλο, να κρατάς τα νεύρα σου όταν τα άλλα παιδιά σου έκαναν ζαβολιές, να μοιράζεσαι πράγματα και συναισθήματα. Πόσες φορές δεν ψιθύρισες το μυστικό σου στο αυτί του καλύτερου σου φίλου κι εκείνος φίλησε σταυρό ότι δε θα το μαρτυρήσει. Εκείνες τις στιγμές, το χέρι του Θεού ήταν πάνω σου και σ’ έσπρωχνε απαλά να χαρείς το δώρο που σου χάρισε. Το δώρο της ζωής! Ήσουν κι εσύ παιδί, θυμάσαι;