«Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός» (Γαλ. 2,20).
“Με κόπους περισσότερο, με κτυπήματα υπερβολικά, με φυλακίσεις περισσότερο, με κινδύνους θανάτου πολλές φορές.
Από τους Ιουδαίους πέντες φορές μαστιγώθηκα με “τεσσαράκοντα παρά μίαν” μαστιγώσεις, τρείς φορές ραβδίσθηκα, μιά φορά λιθοβολήθηκα, τρείς φορές ναυάγησα, ένα ημερονύκτιο πάλευα στο πέλαγος.
Με οδοιπορίες πολλές φορές, με κινδύνους από ποταμούς, με κινδύνους από ληστάς, με κινδύνους από το γένος μου, με κινδύνους από τους εθνικούς, με κινδύνους στήν πόλι, με κινδύνους στίς ερημίες, με κινδύνους στη θάλασσα, με κινδύνους από ψευδάδελφους.
Με κόπο και με μόχθο, με στέρησι του ύπνου πολλές φορές, με πείνα και με δίψα, με στέρησι του φαγητού πολλές φορές, με ψύχος καί με έλλειψι επαρκών ρούχων.Εκτός από τα εξωτερικά είναι η καθημερινή πίεσι της ψυχής μου, η αγωνία για όλες τις εκκλησίες.
Ποιός ασθενεί πνευματικώς και δεν ασθενώ μαζί του και εγώ; Ποιός πέφτει πνευματικώς και δεν καίομαι εγώ από τη θλίψι; Εάν πρέπει να καυχώμαι, θα καυχηθώ γιά τα παθήματά μου.
Ο Θεός καί Πατέρας του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ο δοξασμένος στους αιώνες, γνωρίζει, ότι δεν ψεύδομαι.
Στή Δαμασκό ο διοικητής και εκπρόσωπος τού βασιλέως Αρέτα φρούρησε τήν πόλι τών Δαμασκηνών, θέλοντας νά μέ συλλάβη. Καί από κάποιο παράθυρο μέ κατέβασαν από τό τείχος μέσα σ΄ ένα καλάθι και ξέφυγα τά χέρια του”.
Αποστόλου Παύλου (Β΄ Κορ. ια΄21-33)
Το έτος 67 μ.Χ. Ο Απόστολος Παύλος καταδικάζεται σε θάνατο δια αποκεφαλισμού και λίγο καιρό πιο πριν, γράφει την τελευταία του επιστολή προς τον Τιμόθεο.
“Παιδί μου, Τιμόθεε, να είσαι άγρυπνος για να τα’ αντιμετωπίσεις όλα. Να κακοπαθήσεις, να εργαστείς για τη διάδοση του Ευαγγελίου, να εκπληρώσεις το καθήκον σου στην υπηρεσία του Θεού. Εγώ πια ήρθε η ώρα να χύσω το αίμα μου σπονδή στο Θεό, έφτασε ο καιρός να φύγω από τον κόσμο. Αγωνίστηκα τον ωραίο αγώνα, έτρεξα το δρόμο ως το τέλος, φύλαξα την πίστη. Τώρα πια με περιμένει το στεφάνι της δικαιοσύνης, που μ’ αυτό θα με ανταμείψει ο Κύριος εκείνη την ημέρα ο δίκαιος κριτής. Κι όχι μόνο εμένα, αλλά κι όλους εκείνους που περιμένουν με αγάπη τον ερχομό του”. (Β΄ Τιμ. δ΄ 5-8)