Το παρακάτω απόσπασμα προέρχεται από την συλλογή κειμένων με τίτλο «Το οδοιπορικό ραβδί» γραμμένη από τον Ρώσο λόγιο Βασίλειο Ιωαχείμοβιτς Νιχηφόρωφ (1901-1941), ο οποίος εκτελέστηκε με τουφεκισμό από το Σοβιετικό καθεστώς στις 14 Δεκεμβρίου του 1941 ως “εχθρός του λαού”.
Ο συγγραφέας αναπλάθει λογοτεχνικά τις άτακτες ημερολογιακές σημειώσεις ενός άγνωστου Ρώσου ιερέα, που έζησε στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα, υπό του κομμουνιστικού καθεστώτος.
“Στὶς 3 Ἰανουαρίου, ἀργὰ τὴ νύχτα, χτύπησαν τὴν πόρτα μας.
— Παππούλη, συμφορά! Ἔχουνε σκοπὸ νὰ πετάξουν αὔριο ὅλες τὶς εἰκόνες ἀπ᾿ τὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς πόλης… νὰ γκρεμίσουνε τὸ τέμπλο… καὶ νὰ κάνουνε τὴν ἐκκλησία κινηματογράφο! Μὰ τὸ πιὸ φοβερὸ εἶναι, πὼς θὰ στήσουνε, λέει, τὴ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας στὴ μέση της πλατείας, καὶ θὰ τὴ χρησιμοποιήσουν γιὰ ἀσκήσεις σκοποβολῆς!
Μοῦ τὰ λένε καὶ κλαῖνε.
Ἄναψα.
— Πόσοι ἄνθρωποι εἶστε ἐδῶ; ρώτησα.
— Πέντε!
— Φοβᾶστε τίποτα;
— Εἴμαστε ἕτοιμοι καὶ γιὰ βασανιστήρια καὶ γιὰ θάνατο! ἀπαντοῦν μ᾿ ἕνα στόμα.
— Ἀκοῦστε τότε, παιδιά μου! Τὴ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας μας πρέπει νὰ τὴ σώσουμε! Δὲν θὰ ἀφήσουμε νὰ τὴ χλευάσουν!
Τοὺς ἐξήγησα τί εἶχα στὸ νοῦ μου. Ὁ Σάββας Γρηγόριεβιτς πῆγε στὴν ἀποθήκη, καὶ γύρισε μ᾿ ἕνα τσεκοῦρι, ἕνα σκαρπέλο κι ἕνα σφυρί.
Κάναμε τὸ σταυρό μας καὶ ξεκινήσαμε…
Ἡ Δέσποινα τ᾿ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς συμμάχησε μαζί μας: Ὅλος ὁ τόπος σκεπασμένος μὲ χιόνι. Κανένα φῶς, καμιὰ φωνή, κανένας σκύλος… Ἀπόλυτη ἡσυχία — λὲς κι ἡ γῆ εἶχε παραδώσει τὴν ψυχή της στὸ Θεό.
Πηγαίνουμε στὸ ναὸ χωριστά, ἀπὸ διαφορετικὲς κατευθύνσεις.
Ἐγὼ προχωράω ἀκολουθώντας τὸ φράχτη. Οἱ ἄλλοι βρίσκονται κιόλας μέσα στὸ προαύλιο.
Τὸ ἄλογο εἶν᾿ ἕτοιμο, ζευγμένο στὸ ἕλκηθρο, καὶ περιμένει.
Μᾶς προστατεύουν τὰ γέρικα δέντρα, φορτωμένα χιόνι.
Κοιτάξαμε ὁλόγυρα μὲ προσοχὴ — μὰ τί νὰ δοῦμε μέσα σ᾿ ἐκεῖνο τὸ πηχτὸ σκοτάδι;
Κάναμε τὸ σταυρό μας ἄλλη μιὰ φορά. Ἕνας μας χτύπησε δυνατὰ μὲ τὸ σφυρὶ τὴ βαριὰ κλειδαριά· διαλύθηκε μὲ τὴν πρώτη! Ἀφουγκραστήκαμε: Μόνο τὸ χιόνι κι ἡ ἀνάσα μας. Μπήκαμε στὸν κρύο ναό. Βγάλαμε τὴν ἀρχαία εἰκόνα τῆς Θεομήτορος ἀπ᾿ τὴ μεγάλη κορνίζα της. Τὴ μεταφέραμε στὸ ἕλκηθρο, τὴ σκεπάσαμε μὲ μπόλικο σανὸ καὶ κινήσαμε γιὰ τὸ δάσος — γιὰ τὴ σπηλιά μας.
Ναί, ἡ Ἴδια ἡ Παντάνασσα ὁδηγοῦσε τὸ ἄλογο! Ἡσυχία. Σκοτάδι. Ἐρημιά. Καὶ τὸ χιόνι νὰ πέφτει συνέχεια, ἐξαφανίζοντας τὰ ἴχνη μας…
Ὅταν πλησιάσαμε στὴ σπηλιά, κατεβάσαμε τὴν εἰκόνα ἀπὸ τὸ ἕλκηθρο καὶ τὴ σηκώσαμε στὰ χέρια, βουλιάζοντας μέσα στὸ χιόνι.
Μήπως κι οἱ πρόγονοί μας κάπως ἔτσι δὲν ἔκρυβαν στὰ δάση τὰ ἱερὰ κειμήλια, τὸν καιρὸ τῆς ταταρικῆς εἰσβολῆς στὴ Ρωσία;
(…)Δὲν μπορέσαμε νὰ κρατήσουμε γιὰ πάντα μυστική τη σπηλιά μας. Τὴν Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως, τὴν ὥρα ποὺ βγάζαμε τὸν τίμιο Σταυρό… νά τους ξαφνικὰ μπροστά μας! Μᾶς εἶχαν παρακολουθήσει…
Μὲ πλησίασαν μὲ βαριὰ βήματα δυὸ πανύψηλοι στρατιῶτες, ποὺ βρωμοῦσαν ἀπαίσια.
Μὲ δέσανε σφιχτά. Δὲν μ᾿ ἄφησαν νὰ βγάλω τ᾿ ἄμφια μου — ἔτσι μὲ πῆραν, ντυμένο μ᾿ ὁλόκληρη τὴν ἱερατικὴ στολή.
Δοξάζω τὸ Θεό, γιατὶ δὲν πείραξαν τουλάχιστον κανέναν ἀπὸ τοὺς πιστούς, ποὺ μᾶς ἀκολούθησαν μὲ δάκρυα καὶ στεναγμούς. Προσπάθησαν νὰ μὲ ὑπερασπίσουν, ἀλλὰ τοὺς φοβέρισαν μὲ τὶς χειροβομβίδες. Ἕνας λογισμὸς μὲ βασάνιζε: θὰ σκεφτοῦν ἄραγε οἱ ἀδελφοὶ νὰ σώσουν τὴ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας; Ὁ Σάββας Γρηγόριεβιτς φαίνεται πὼς κατάλαβε τί εἶχα στὸ νοῦ μου. Κι ἀπὸ μακριά, μέσα στὸ σκοτάδι, μοῦ φώναξε:
-Μὴν ἀνησυχεῖς!…
Ἔνιωσα ἀνακούφιση — λὲς καὶ μοῦ φώναξε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἀπὸ τὸ πυκνὸ δάσος”.
Ένα μεγάλο τμήμα των εν λόγω κειμένων μπορείτε να βρείτε και να διαβάσετε εδώ:
Βασίλειος Νικηφόρωφ-Βόλγιν – Τὸ ὁδοιπορικὸ ῥαβδί
erimitic