– Κείμενο: ερημίτης –
Και θα σταθεί ο Κύριος στην είσοδο της πόλης. Ασάλευτοι οι βασιλείς, οι δάσκαλοι και οι παραγιοί μιας θεωρίας ατελούς που είναι πεπερασμένη. Οι ηττημένοι της Σαρακοστής, οι χρήστες ενδοφλέβιας, εικονικής και ηδονικής συνάμα ελευθερίας. Το πνεύμα που όταν δεν είναι άγιο είναι αιχμαλωτισμένο.
Θα χλευαστεί ο Κύριος. Θα πέσει έπειτα επάνω Του να Τον χτυπήσει βάναυσα ολόκληρη η ανθρώπινη Ιστορία. Θα γίνει σημείο κομβικό ο Κύριος, ώστε αυτή η οργή ίσως να γονιμοποιηθεί αντί να γίνει θλίψη. Αντί να περιφέρεσαι αμήχανα σε αχανή ανθρώπινη Ιστορία.
Θα σταυρωθεί ο Κύριος και το ιερατείο από ένα μακρινό παράθυρο ανέκφραστο κοιτάει. Κάποιοι νίπτουν τα χέρια τους, κάποιοι θα έχουμε κρυφτεί και ο Ρωμαίος φρουρός απλά θα κάνει τη δουλειά του όντας σε υπηρεσία.
Θα σταυρωθεί και θα είναι Άνοιξη. Τέλος η χειμερία νάρκη.
Στον σκοτεινό τον Άδη για τρεις ημέρες, κάτω εκεί, θα παραμείνει ο Κύριος. Επάνω Κρανίου τόπος. Και ό,τι πια σου απέμεινε, ένας ληστής ημιθανής να χάσκει σαπισμένος επάνω σε σύμβολο ιερό. Όχι άλλο πια σ’ ένα κομμάτι ξύλου που ‘ναι καταραμένο. Κοιτάς να προσανατολιστείς… ας είναι ο εκ δεξιών. Ας είσαι ο εκ δεξιών. Μακάρι.
Εις το διηνεκές ο Κύριος. Κτίσματα και ουράνια πλάσματα για Ανάσταση διψάνε. Τα ημιτελή ποιήματα, οι ανήλιαγες σκιές. Οι ηττημένοι της Σαρακοστής, η Ιστορία ολάκερη, η χειμερία νάρκη και μία Άνοιξη σε αναστολή που περιμένει στη γωνιά όσο ποτέ άλλοτε, για δράση ερεθισμένη.
Και θα σταθεί ο Κύριος στην είσοδο της πόλης. Κι απέναντί σου θα σταθεί να δει από τα κατάβαθα του ψυχισμού σου ποιο μέρος τώρα ξυπνάει. Όπως εκείνο το αυγό που είναι ήδη πορφυρό ανάμεσα στα άλλα σου… εκείνα τα εύθραυστά σου. Παραμονές του Πάσχα.
Έκθαμβος ένα πρωί του ψηλαφίζεις την ζωή. Μπροστά σε μέγα θαύμα.
Παλλόμενο αυτό στο χέρι σου ,υπόκειται πέρα από τα φαινόμενα, πέρα από τους στοχασμούς, απλούστατα βαθυκοκκινισμένο.