Μια Αγρυπνία μέσα στο Τριώδιο
– Κείμενο: ερημίτης –
Απόκοσμες σκιές στη νύχτα μας, κυρτώνουν προς τα εμπρός και η ψυχή δια της οράσεως λες και αφομοιώνεται με του ναού τις πολυκαιρισμένες πλάκες του, βαλμένες σε ένα πάτωμα από παλιούς -τώρα νεκρούς- τεχνίτες, που έχει προορισμό αυτό απλά να το πατούν.
«Τα σα εκ των σων σοι προσφέρομεν κατά πάντα και δια πάντα»
Όλα είναι εδώ, επάνω στην Αγία Τράπεζα, στην παρακείμενη λεωφόρο η νυχτερινή ροή των αυτοκινήτων εξελίσσεται ομαλά, κάποιοι νέοι άνθρωποι συζητούν και αστειεύονται σε μια κοντινή πλατεία που ‘χει σχεδόν αδειάσει και τα μικρά φωτάκια των πολυκατοικιών θα λάμψουν για λίγο ακόμη πριν αποκοιμηθούν οι άνθρωποι με έγνοιες για μια μελλοντική και ασαφή ημέρα.
Ο ιερέας αισθάνεται πίσω απ’ τους γηρασμένους ώμους του, απαλά τα ανθρώπινα σκυφτά κουβάρια, μουτζούρες λες τεράστιες, “λάθη” μες στο ημίφως, μα πιο πολύ μία του ανεπίσημη αίσθηση παλεύει να αντιληφθεί κάτι από την κάθοδο του Πνεύματος του Αγίου.
«Τα σα εκ των σων σοι προσφέρομεν κατά πάντα και δια πάντα»
Και σιωπά. Ένα λεπτό από σιγή και τώρα ό,τι γίνεται δεν είναι πια απ’ τα ανθρώπινα.
Κάποιος από τη νεαρή παρέα στην πλατεία εκστόμισε ένα αστείο, οι υπόλοιποι γελάσανε με νόημα κι ένα φωτάκι έσβησε σε ένα από τα διαμερίσματα, μαζί του εξατμίστηκε και μία καληνύχτα και στον μικρό παλιό ναό στις παρυφές μιας πόλης που εξατμίζεται σιγά σιγά κι αυτή, είναι να αναρωτιέσαι όσο κοιτάς τα χέρια σου που έχουν σχεδόν γραπώσει -εξ’ ορισμού- μία άπιαστη στιγμή το τί μπορείς να δώσεις σε ένα λεπτό της ώρας σε Αυτόν που τα ‘χει όλα.
Απόκοσμες σκιές σε νύχτα εξίσου απόκοσμη και θα ‘ταν καλό τώρα για σένα να μετουσιωθεί και πάλι σ’ ωραιότητα η επίκτητή σου φρίκη.
Όλες οι δυσκολίες σου μία άσκηση ακούσια που Άνωθεν σου δόθηκε ενόψει της Τεσσαρακοστής κι εσύ μια ερημική φιγούρα -έστω και άθελα σου- απ’ το Γεροντικό. θα ‘ταν καλό τώρα για σένα να μετουσιωθεί και πάλι σ’ ωραιότητα η επίκτητή σου φρίκη.
Ο χρόνος σου, αυτή η 4η διάσταση που με τη γέννηση σου έλαβες, άμμος σε μία αρχαία κλεψύδρα που ολοένα σώνεται και η έρημος λες ολόκληρη κόκκο τον κόκκο κάτω από τα πόδια σου τραβιέται και εσυ απλά ενας έγκλειστος σε άλλες τρεις διαστάσεις… Χρόνος που σου προσφέρεται για να τον τεμαχίσεις και ένα κομμάτι καθαρό πρέπει να παραδόσεις σε ανθρώπους και Θεό.
Το πολυκαιρισμένο πάτωμα θα ρουφηχτεί οσονούπω, -Θεέ, κάνε να μην πλακώσει τους ήδη νεκρούς τεχνίτες που βρίσκονται από κάτω και τους αρχαίους προσκυνητές!-
Μια σιωπή μες στο Τριώδιο. Κοιμούνται τώρα οι άνθρωποι και ξεμασκαρευτήκαν. Μάσκες στο κομοδίνο.
Τρεις Κυριακές και η Σαρακοστή. Το δράμα της πρώτης Κυριακής να ζεις σε μια ψευδαίσθηση και στην αλαζονεία. Αδέσποτος στη δεύτερη χωρίς κάποιον Θεό μέσα σε έναν κόσμο τυχαίων πιθανοτήτων, σ’ αυτόν δηλαδή που έκανες Θεό τον εαυτό σου εν τέλει και συναντάς στην τρίτη Κυριακή τον ίδιο τον Δημιουργό -περιέργως αναπάντεχα- ενώ είσαι φορτωμένος με όλα τα υποπροϊόντα των προηγουμένων δύο.
Νύχτα προχωρημένη πια κι αυτή η αγρυπνία τελείωσε από ώρα. Ο ιερέας μόνος προχωρά μες στο πηχτό σκοτάδι. Τα δάχτυλα μηχανικά μπλέκονται στα γκριζωπά τα γενιά. Στάθηκε. Πάλι το συλλογίστηκε. Δεν ήτανε τυχαίο. Το ράγισμα στο πάτωμα, προηγουμένως, σε εκείνο το λεπτό σιωπής γρατζούνησε τα αυτιά του. Κι ύστερα πια το είδε: Όντως, ναι, το βαθούλωμα είχε επιδεινωθεί.
Έφταιγε βλέπεις όλο αυτό το κολοσσιαίο βάρος από την ύλη γύρω και εντός του πνεύματος όπου σε εκείνο το λεπτό σιωπής οι άνθρωποι απλά τ’ αφήσαν λίγο κάτω.