-Κείμενο: ερημίτης-
Κάποια παλαιά εικόνα, κάποια αγιογραφία και απέναντί μου ο άγιος αποτυπώνει μία όμορφη ατελείωτη, αιώνια ημέρα.
Δεν είναι αναμάρτητος, μα έμπειρος στα πάθη… όμως μπορούσε πλέον και τα έπνιγε με τα γυμνά του χέρια. Τ’ άρπαζε στον αέρα… λιγάκι αφότου ο λογισμός τα είχε ξεπετάξει.
Αν πεις γύρω απ’ την κρίση του μήτε κι αυτή ορθή, να πάλλεται, να ισορροπεί σε ανθρώπινο και θείο. Με λάσπες στα σανδάλια του κι επάνω από τον σβέρκο του να ξεκινά να φέγγει το φωτοστέφανό του.
Βλέπεις, η πίστη η Ορθόδοξη χτίζεται σ’ ένα λάθος σου και ανθίζει σε μια σου αδυναμία. Και ο άγιος προτάσσει το δεξιό του χέρι μπροστά από το σώμα του, με έναν τρόπο τέτοιο ώστε η σθεναρή παλάμη του στρέφεται προς τα έξω του και προς τον θεατή. Και μέσα στη διαχρονική την τρέλα αυτή του κόσμου, ίσως το δυνατότερο σημείο υπεροχής να είναι αυτό το ανένδοτο, περήφανο μεγαλειώδες “στοπ”. Και έχουμε μια κλασική απεικόνιση στην αγιογραφία, του θεομένου ανθρώπου του Θεού, όπου από τον ψυχικό τον θάνατο κρατάει αποστάσεις.
Τώρα όπου η ανοησία ολόγυρα έγινε ηλιθιότητα και μέσα σου το πιο ευγενές γυρνάει πορνογραφία, αυτός ο άγνωστος άγιος με τα απαλά χαρακτηριστικά βεβηλωμένα αγρίως, μου δείχνει το αυτονόητο: Ένα μεγάλο “στοπ” και ένα “μέχρι εδώ”. Το μάρκετινγκ το πιο ισχυρό καμιά φορά ανακόπτεται σε μία και μόνο παλάμη.
Ψηλαφίζοντας έναν άγιο, αισθάνθηκα τον πόνο μιας απόφασης, μα ένιωσα και τη χάρη, αυτή του να σταθείς απλά -ιδίως σε αυτή την εποχή- πίσω από την τεταμένη σου και άκαμπτη παλάμη.
Και ζωντανεύει ο άγιος. Και έπειτα νοερά μας δίνει “μια άσκηση για το σπίτι”:
Αναλογίσου – λέει- στο οικογενειακό σου περιβάλλον, στον κύκλο όπου κινείσαι και έπειτα σημείωσε ποια είναι τα ελαττώματα όπου σ’ αυτούς, όλους, θα συναντήσεις. Όταν τα καταγράψεις στο χαρτί, ύστερα ψάξ’ τα μέσα σου. Η θλιβερή διαπίστωση πως ή σε μικρό είτε στο μέγιστο βαθμό τα διαθέτεις όλα. Κι η μάχη σου ή διαρκής έστω να τα περιορίσεις, κάπως να τα ελέγξεις.
Και ζωντανεύει ο άγιος, το χέρι του απέναντι σε εμένα. Και εκείνη η ακαθαρσία από την αμαρτία μου να εξέλθει θέλει εκ του στόματος με τη μορφή κατάκρισης, με τη μορφή κουβέντας που σέρνει από πίσω της και μια δεύτερη σκέψη.
Και όσο ο άγιος στέκεται με τεντωμένο χέρι κρατώντας έτσι μακριά κι ακόμη παραπέρα, τον θάνατο του κόσμου, ενστικτωδώς σηκώνω το δικό μου κι εγώ με τη σειρά μου… νιώθω τα υποπροϊόντα σάπιου λογισμού να θέλουν να εκφραστούν… και έτσι η παλάμη μου τα δύο μου χείλη τώρα, το ρυπαρό το στόμα, σπεύδει για να καλύψει.