pros-agio-oros-me-bofor

Προς Άγιο Όρος με μποφόρ

– Κείμενο: ερημίτης –

Ήταν θυμάμαι παραμονές Χριστουγέννων και θα πέρναγα τις εορταστικές ημέρες εκείνης της χρονιάς σε μία Σκήτη του Αγίου Όρους απομονωμένη αρκετά. Οι πληροφορίες που είχα είναι πως στο κελί δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα, δεν υπήρχε δρόμος απ΄ έξω καλά – καλά και πως εφαρμοζόταν αυστηρή αλάδωτη νηστεία.
Σίγουρα αυτή η κατάσταση απείχε αρκετά από κάποια παλιότερα μου Χριστούγεννα στη Βιέννη…
Χρειάστηκε να ταξιδέψω όλη νύχτα και περίπου ξάγρυπνος, πρωί – πρωί βρέθηκα στην Ουρανούπολη πανέτοιμος να πάρω το καραβάκι όπου θα με περνούσε μέσα. Και τότε, έμαθα τα νέα: Απαγορευτικό, λόγω κακοκαιρίας.
Η μικρή καφετέρια δίπλα από τη γκρίζα θάλασσα, μου φάνηκε δελεαστική. Ο κόσμος λιγοστός, κάποιοι Ρώσοι προσκυνητές είχαν ήδη αρχίσει να πίνουν βότκα με ούζο, η ιδιοκτήτρια μου έφερνε μόλις τον ζεστό μου καφέ κι εγώ ελπίζοντας ότι το απαγορευτικό απόπλου κάποια στιγμή θα λήξει, λαχτάρησα να απολαύσω τουλάχιστον τη στιγμή ανάβοντας… ένα τσιγάρο. Κάπνιζα. Πάνω που είχα πιάσει ήδη το πακέτο από την τσέπη του τζάκετ μου, το οποίο μόλις είχα αγοράσει, παρατήρησα διαγωνίως πίσω μου στα πέντε μέτρα, έναν νηφάλιο Γέροντα με μακριά λευκή γενειάδα ο οποίος είχε καρφωμένο το βλέμμα του πέρα, ως τον ορίζοντα με ένα χαμόγελο ανεπαίσθητο και δίπλα του μια κούπα με τσάι αχνιστή. Αργότερα έμαθα πως είναι ασκητής στην Αγία Άννα, στην πιο σκληρή ίσως έρημο του Αγίου Όρους.
Ταράχτηκα. Με έπιασε ενοχικό σύνδρομο. Σκέφτηκα, ότι ο άνθρωπος αυτός άφησε τα πάντα πίσω του, ακόμη και την πιο παραμικρή άνεση ή απόλαυση εδώ και δεκαετίες μάλλον, πως μάχεται με το μεδούλι του εαυτού του κάθε στιγμή στις ερημιές… και τώρα θα έβλεπε εκείνος έναν ηλίθιο λαϊκό – ναι, εμένα- να μην μπορεί να απαλλαχτεί από κάτι φαινομενικά απλό όπως είναι ένα τσιγάρο. Η αλήθεια είναι πως πέρασε από το μυαλό μου σαν ενδεχόμενο, μέχρι και το ότι θα με προσβάλλει…
Όμως ήταν ο πρώτος καφές της μέρας, μετά από βράδυ δύσκολο. Όλα έδειχναν πως τις επόμενες ώρες θα τις περνούσαμε εκεί αποκλεισμένοι, οι Ρώσοι προσκυνητές απέναντι είχαν χάσει ήδη το μέτρημα από τα μπουκάλια και… δεν γινόταν διαφορετικά. Άναψα το τσιγάρο.
Έστρεψα ελαφρά και “με τρόπο” την καρέκλα μου, αντίθετα από την κατεύθυνση όπου καθόταν ο Γέροντας αυτός, ώστε να τον έχω στα νώτα μου εντελώς. Η τακτική που εφάρμοσα, το να κρύβεσαι δηλαδή απλά από το πρόβλημα σου και να πιστεύεις έπειτα ότι δεν σε βλέπει ούτε κι αυτό, είναι μια τακτική που συνηθίζεται ευρέως στους ανθρώπους, μα και σε κάποιους στρουθοκάμηλους ενίοτε.
Κάπνιζα λοιπόν και το βλέμμα μου δεν συναντήθηκε ούτε μία φορά με εκείνο του Γέροντα εν τέλη. Πως θα μπορούσε άλλωστε… καλά – καλά δεν κοίταζε ούτε το ελάχιστο απ’ τον κόσμο μας. Δεν έπαυε αυτός ούτε για μια στιγμή να ατενίζει τον μακρινό ορίζοντα μιας θάλασσας ταραχώδους με το ανεπαίσθητο εκείνο χαμόγελο του πάντα.
Οι ώρες περάσανε. Έφθασε μεσημέρι. Επιστρατεύτηκε ένα και μόνο καραβάκι να μπει μέσα στο Άγιο Όρος, παρά την κακοκαιρία. Σε αυτό μπήκα κι εγώ, δίπλα μου είχα έναν προσκυνητή από κάποιο νησί που είχα γνωρίσει το πρωί και στην απέναντι πλευρά του τραπεζιού, στην ίδια παρέα με εμάς, ήρθε και κάθισε ο… Γέροντας αυτός.
Προς Άγιο Όρος με μποφόρ λοιπόν, με το πλοιάριο να κουνάει τόσο ώστε το γκρίζο – μπλε της θάλασσας κάλυπτε ολοκληρωτικά τη θέα από τα παράθυρα, πότε του δεξιού μου και πότε του αριστερού μου με ρυθμό. Ο Γέροντας ατάραχος από την τρικυμία, είχε ξεκινήσει να μιλάει γύρω από θέματα πνευματικά και κάπου πριν το τέλος αυτού του σύντομου ταξιδιού κι ενώ φαινόταν τα μοναστήρια πίσω από κάθε κύμα, στράφηκε προς τον τρίτο της παρέας μας και δείχνοντας εμένα, του είπε τα παρακάτω λόγια:
“Θέλω να σου πω κάτι. Αυτός εδώ καπνίζει. Με το φτωχό του το μυαλό -εδώ και τόση ώρα- πιστεύει ότι εγώ θα τον κατακρίνω Όμως ποιος είμαι εγώ για να τον κατακρίνω; Εγώ μπορεί να μην καπνίζω, αλλά ο διάβολος δεν μας πιάνει όλους από το ίδιο σημείο.
Άλλος είναι επιρρεπής στα σαρκικά τα πάθη, άλλος στην φιλαργυρία… άλλος, όπως εγώ είμαι πιασμένος από αλλού. Ποιος είμαι εγώ λοιπόν να δείχνω με το δάχτυλο; Το δάχτυλο επάνω μου, κι εμένα με πονάει κύριε μου όταν μου το ακουμπάς! Άφησε τον άλλον, πες του με τρόπο όμορφο κάτι και όχι πιεστικό και αν είναι θα το καταλάβει εκείνος από μόνος του και θα το διορθώσει…”
Προσπερνώντας το γεγονός ότι ο Γέροντας μπορούσε και διάβαζε την σκέψη, τα λεγόμενα του με έκαναν να μας φανταστώ, όπως καθόμασταν γύρω από το τραπέζι εκείνο το μεσημέρι, ως να έχουμε μπροστά μας τη μεγάλη σοκολατένια τούρτα της αμαρτίας, ο καθένας μας να τρώει από το κομμάτι που του αντιστοιχεί και έτσι όπως είμαστε μπουκωμένοι και πασαλειμμένοι να δείχνει ο καθένας μας με το δάχτυλο έπειτα, τους υπολοίπους δύο. Κι εν μέσω τρικυμίας.
Κατάκριση. Η πιο μεγάλη αστοχία και συνάμα είναι το πιο δύσκολο πράγμα κανείς να αποφύγει. Ακόμη και η πιο αυστηρή νηστεία είναι μία κατάσταση οπού μπορεί κάποιος να τη συνηθίσει. Πόσοι άνθρωποι δεν έγιναν χορτοφάγοι ή δεν άλλαξαν ριζικά τη διατροφή τους μετά από κάποιο πρόβλημα υγείας άλλωστε;
Ακόμη και να ξεβολευτείς μπορείς πέρα από τα μέτρα σου αν παραστεί ανάγκη… αλλά η κατάκριση…; Όταν ανεβαίνει στο στόμα σου έτοιμη να εκσφενδονιστεί, τότε πως τη φρενάρεις…;
Κατάκριση. Το πλέον κατακριτέο σημείο της πίστης της Ορθόδοξης και υπό αυτήν την έννοια… είμαστε όλοι αιρετικοί…
Το πλοιάριο προσέγγιζε τη μία και μοναδική του στάση σε εκείνο το δρομολόγιο λόγω κακοκαιρίας, τη Δάφνη και κατεβήκαμε όλοι εκεί. Πήρα την ευλογία του Γέροντα και ύστερα ο καθένας τράβηξε να πάει στο κελί του.

error: Content is protected !!
Scroll to Top