– Κείμενο: ερημίτης –
Επίκειται η λαμπερή στιγμή σου, αυτή η ονειρεμένη. Είναι κι εκείνη η κρίσιμη που οπισθοχωρείς, είσαι ένα βογκητό πριν από μέγα χάος. Ψάχνεις τα μάτια εκείνου για να το μοιραστείς… όμως εκείνος λείπει.
Είσαι ένα βήμα πριν. Όμως εκείνος λείπει. Λείπει συνειδητά, ζήλια, ιδιοτέλεια, εγωισμός. Και ήταν ο υπεράνω πάσης υποψίας ο “εκείνος” για να το πράξει αυτό. Η πιο επιθετική μορφή μιας κάποιας απουσίας…
Τέτοια και άλλα λέγαμε, περί του ψυχικού κενού ενίοτε στον βίο μας μετά από προδοσία, μαζί με έναν φιλόλογο ηλικιωμένο εν μέσω άγονης χώρας.
Στην ποίηση, μας πήγε η κουβέντα και έφτασε ο λόγος εκείνο το δειλινό έως και στον Κ. Π. Καβάφη και “Στα 200 π.Χ.”
Στο ομώνυμο ποίημα σχολιάζεται αυτή η απουσία επακριβώς, των Σπαρτιατών, οι οποίοι και αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στην πανελλήνια εκστρατεία προς την Ανατολή, διότι δεν θα ήτανε οι ίδιοι αρχηγοί.
Και τότε, σε απάντηση οι Έλληνες από κοινού, από την εσχατιά του κόσμου, ‘φέρανε λάφυρα με ένα επίγραμμα όπου υπενθύμιζε εκείνο, τα κατορθώματά τους. Στήθηκε σαν μνημείο, το υπογράψανε όλοι, όμως με τρόπο εμφατικό αφήσανε μια φράση, που ήταν σαν μαχαιριά:
“Πλην Λακεδαιμονίων…”
-«Ερημίτη, πείτε μου… πώς μια απλή απουσία, αυτό το κάτι που απλά δεν έκανες για κάποιον σύντροφό σου, αυτό το κάτι, που ομοιάζει ουδέτερο εννοώ… πώς γίνεται να ξεπέφτει σε τόσο μεγάλο στίγμα;»
-«Αυτό είναι το “μνημείο” μας το καθημερινό, όταν νικήθηκε ξεκάθαρα το φως μας, απ΄ το σκοτάδι εντός μας. Το μνημείο μας, κάθε που δεν προσφέραμε κορμί για αγκαλιά στου άλλου τη χαρά. Κάθε που δεν μουσκέψαμε απ΄ το δικό του δάκρυ. Μνημείο της απουσίας μας, του πλην μας στον πλησίον…
Ποτέ ξανά δεν έγινε στους αιώνες πιο εύστοχο μνημείο γύρω απ΄ την απουσία, όπως αυτό που περιγράφεται στο παραπάνω ποίημα».
-«Ερημίτη, πείτε μου αν θέλετε… πως θα ζωγραφίζατε αυτό το πλην μας σε καμβά;»
«Μάλλον θα ζωγράφιζα μια άδεια καρέκλα κουνιστή, όπως εκείνες τις παλιές, να εφάπτεται με το έδαφος στο πίσω της σημείο, ώστε να δείχνει κίνηση που έμεινε ορφανή».
-«Και τί άλλο;»
-«Ο καμβάς μου θα είχε ένα τσιγάρο παρατημένο, με τον καπνό να βγαίνει ακόμη για να το κάνω έκδηλο το σοκ της ξαφνικής φυγής. Μια αμαρτία αιωρούμενη. Ακόμη κι ένα ποτήρι θα ζωγράφιζα, θα τόνιζα τα παγάκια. Να δείξω έτσι την απόγνωση ενός τετελεσμένου. Μιας προσδοκίας καθ΄ όλα προδομένης, που ξέρεις πια πως θα την δεις να λιώνει αργά αργά».
-«Αυτός ο πίνακας θα ΄χε πράγματι κάτι από έρημο κακή…»
-«Η έρημος της ψυχής μας. Πλην Λακεδαιμονίων… Ξέρεις, όπως και στο ποίημα, έτσι και στη ζωή, κάποτε θα το ξεπεράσεις, θα κάνεις νέα πράγματα όμορφα. Κάποιες στιγμές όμως μοιραία επανέρχεται η μνήμη απ΄ το φριχτό το “πλην”. Ακόμη και η ύστατη μου η έξοδος στην έρημο αυτή… πλην Λακεδαιμονίων…»
Βοήθησα τον ηλικιωμένο επισκέπτη να εξέλθει της ερήμου, παρέα με το τελευταίο φως της ημέρας που έφευγε κι εκείνο. Τα πόδια του βυθίζονταν στην άμμο.
Αυτό το “πλην” όπου καμπυλώνει το κορμί, κάνει την στάση του κυρτή, όπου το θυμικό ζητάει να αντιδράσει. Είναι όμως ένα “πλην” και αυτό μαζί με τόσα άλλα, όπου το αφήνεις τελικά να ρέει, να ποτιστείς πνευματικά. “Πλην” που σου αφαιρεί φτιασίδια και που σε αφήνει “ελάχιστο” στα μάτια του Θεού.
Το “πλην” σύμβολο της αφαίρεσης, η απουσία μια αποτύπωση αμαρτίας.
Σίγουρα μια τέτοια αφαίρεση στο παρελθόν σε έχει καταβάλλει. Η απουσία της κρίσιμης στιγμής. Ίσως σε κυνηγάει αυτή από τα παιδικά σου χρόνια.
Κάποτε έκανες το παν με τα λεγόμενά σου να την υποβαθμίσεις, ότι δεν σ’ άγγιξε ποτέ. Κάποτε πένθησες, στα κρυφά, για αυτή.
Στα 200 π.Χ.
«Ἀλέξανδρος Φιλίππου καὶ οἱ Ἕλληνες πλὴν Λακεδαιμονίων» —
Μπορούμε κάλλιστα να φαντασθούμε πως θ’ αδιαφόρησαν παντάπασι στην Σπάρτη για την επιγραφήν αυτή. «Πλὴν Λακεδαιμονίων», μα φυσικά. Δεν ήσαν οι Σπαρτιάται για να τους οδηγούν και για να τους προστάζουν σαν πολυτίμους υπηρέτας. Άλλωστε μια πανελλήνια εκστρατεία χωρίς Σπαρτιάτη βασιλέα γι’ αρχηγό δεν θα τους φαίνονταν πολλής περιωπής. Α βεβαιότατα «πλὴν Λακεδαιμονίων».
Είναι κι αυτή μια στάσις. Νιώθεται.
Έτσι, πλην Λακεδαιμονίων στον Γρανικό· και στην Ισσό μετά· και στην τελειωτική την μάχη, όπου εσαρώθη ο φοβερός στρατός που στ’ Άρβηλα συγκέντρωσαν οι Πέρσαι: που απ’ τ’ Άρβηλα ξεκίνησε για νίκην, κι εσαρώθη.
Κι απ’ την θαυμάσια πανελλήνιαν εκστρατεία,την νικηφόρα, την περίλαμπρη, την περιλάλητη, την δοξασμένη ως άλλη δεν δοξάσθηκε καμιά,την απαράμιλλη: βγήκαμ’ εμείς· ελληνικός καινούριος κόσμος, μέγας.
Εμείς· οι Αλεξανδρείς, οι Αντιοχείς,οι Σελευκείς, κι οι πολυάριθμοι επίλοιποι Έλληνες Αιγύπτου και Συρίας, κι οι εν Μηδία, κι οι εν Περσίδι, κι όσοι άλλοι. Με τες εκτεταμένες επικράτειες, με την ποικίλη δράσι των στοχαστικών προσαρμογών. Και την Κοινήν Ελληνική Λαλιάώς μέσα στην Βακτριανή την πήγαμεν, ώς τους Ινδούς.
Για Λακεδαιμονίους να μιλούμε τώρα!
Κ.Π. Καβάφης 1931