meteoros-stin-topothesia-meteora

Μετέωρος -στην τοποθεσία Μετέωρα-

– Κείμενο: ερημίτης –

Είχαν έρθει έτσι τα πράγματα ώστε το τελευταίο μου ταξίδι -και πριν από μια επώδυνη ανακατάταξη της ζωής μου- να είναι στα Μετέωρα.
Ορειβατικά παπούτσια, ένα μικρό σακίδιο, μονοπάτια κι ένας συννεφιασμένος ουρανός.
Βρέθηκα μέχρι την κορυφή και ύστερα κοντοστάθηκα. Έμεινα τελικά εκεί. Πέταξα στη γη και το σακίδιο μου. Σχεδόν ξάπλωσα έπειτα.
Μετέωρος: Επίθετο.
1. αιωρείται πάνω από το έδαφος, χωρίς να κινείται προς κάποια κατεύθυνση
2. (μεταφορικά) που βρίσκεται σε αβεβαιότητα ή σε αναμονή
3. (ειδικότερα) που δεν έχει αποφασίσει ακόμη
Όλα ΄δείχναν ότι ακροβατούσανε μεταξύ ουρανού και γης κι αυτό είναι μοιραίο. Ο άνθρωπος αναζητά να αγιάσει στα μέτρα του ο καθένας κι ενδόμυχα πιστεύει πως είναι πολύ κοντά. Στους λίγους που το πετύχανε συνέβη “κατά χάριν”, φέρουν τον τίτλο του αγίου και ακριβώς επειδή δεν είναι άγιοι “κατά φύση”, αποκαλούνται έτσι, ας πούμε “τιμητικά”. Ο μόνος Άγιος σε απόλυτο βαθμό είναι μονάχα ο Θεός, που είναι τόσο δεδομένο ώστε σπανίως αναφέρεται αυτό.
Οι υπόλοιποι ακροβατούσαμε εκείνο το συννεφιασμένο πρωινό μεταξύ ουρανού και γης.
Κι αυτό είναι μοιραίο. Ήμουν στην κορυφή ή στο κενό; Σαν ένα ον φθαρτό έφτασα μέχρι πάνω κι ήτανε ένα όριο. Ύστερα η ψυχή μου συνέχισε λίγο ακόμα, όμως… τι κι αν μεσολαβούσαν σύννεφα μεταξύ αυτής και της σαρκός… αδυνατούσα να φτάσω παραπάνω.
Ναι, βρισκόμουν μετέωρος στην τοποθεσία Μετέωρα.
Εκεί τα πάντα αιωρούνταν. Η αγιότητα, το μαύρο μου σκοτάδι, μία ζωή που όφειλε να συνεχιστεί, ελπίδα, η σχέση μου με εμένα και τους άλλους… ξεφεύγανε από τη γη όμως κι αδυνατούσανε να αγγίξουν ουρανό.
Το προηγούμενο βράδυ, σε μια απ΄ τις ταβέρνες του χωριού στους πρόποδες, άκουγα την αγωνία ενός κατοίκου μόνιμου γύρω από τη ζωή του. Σχέδια και φοβίες. Γνώριζα όσο μου μίλαγε ότι ακόμη και αν τα κατάφερνε, πως σε επόμενη στροφή κι εκείνος θα βρεθεί πάλι έτσι να κρέμεται κι αυτό είναι μοιραίο.
Κυριακή βράδυ, στο τρένο της επιστροφής. Όλοι μας συνηθίζουμε να παίρνουμε κάποια αναμνηστικά και βέβαια να παίρνουμε την αίσθηση του τόπου. Ήταν σκοτάδι έξω από το παράθυρο, την τσάντα πάλι άνοιξα και την εικόνα κράτησα της Ελεούσας στα χέρια μου ξανά. Όμως στην πράξη, σίγουρα, τα ίδια τα Μετέωρα κουβάλησα ως την πόλη.
Λυπάμαι που θα στο πω, αν δεν το ξέρεις ήδη, αλλά τα κουβαλάς κι εσύ.
Σε είδα να αιωρείσαι.

error: Content is protected !!
Scroll to Top