– Κείμενο: ερημίτης –
Ανέκαθεν, κοιτάζοντας παλιές φωτογραφίες ξεχασμένων καλοκαιριών, με ανθρώπους και οικογένειες όπου ανέμελα πλάι στη θάλασσα ποζάρουν, φορώντας συχνά κάποια παλιά, ρετρό μαγιό, μου προξενούσαν θλίψη.
Σε αντίθεση με τα βουνά, τα υψώματα, όπου ο άνθρωπος κατάφευγε επάνω εκεί, πρώτον για να προστατευτεί από εχθρούς και δεύτερον για να αισθανθεί εγγύτερα στο Θείο, νομίζω πως η επίσκεψη στη θάλασσα είναι μία εισχώρηση στον ίδιο τον εαυτό. Οι αρχαίοι ελληνικοί μύθοι που θέτουν τη θάλασσα να συμβολίζει το συναίσθημα, οι ποιητές όπου επιθυμούν να το πυροδοτήσουν με αυτή κι ένα τεράστιο κύμα όπου αθέατα τίκτεται, έρχεται να σε πνίξει, όπως σου πνίγεται το συναίσθημα την κάθε ώρα που περνά.
Μια έρημος είναι η θάλασσα, συν τη γλυκιά δροσιά της αλλά και το αλμυρό νερό.
Ανθρώπους όπου συχνά δεν βρίσκονται πλέον εν ζωή, μπορείς να δει κανείς σε τέτοιες φωτογραφίες. Ή όπου απλούστερα πέθανε η εποχή τους. Χάθηκε η στιγμή και ούτε είσαι πλέον το ανέμελο παιδάκι που εικονίζεται σε αυτή…
Είναι αυτή η θάλασσα που ευθύνεται, που προκαλεί τη θλίψη, εκείνος ο μυστικός πυθμένας της, που ‘χει ναυάγια στιγμών. Παρούσα, μα δεν πιάνεται, κυλάει από τα χέρια. Διψάς αλλά δεν πίνεται.
Ο Ιησούς Χριστός που περπατάει επάνω στη λιμνοθάλασσα, λόγω των παραπάνω θα είναι πάντοτε μία μικρή Ανάσταση για εμένα. Βαδίζοντας επάνω από το συναίσθημα όπως και προφανέστατα πάνω απ’ τη λογική.
«Κύριε, αν είσαι εσύ, διάταξέ με να έρθω προς εσένα πάνω στα νερά».
«Έλα» και άνθρωποι σαν τον Πέτρο πατάνε τώρα στιβαρά στην επιφάνειά της, με χέρια σε ανάταση, σμίγουν και αυθόρμητα γελούν. Σε ένα άλλο πια συναίσθημα, σε άλλη λογική.
βλέπων δὲ τὸν ἄνεμον ἰσχυρὸν ἐφοβήθη, καὶ ἀρξάμενος καταποντίζεσθαι ἔκραξε λέγων· Κύριε, σῶσόν με.
εὐθέως δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἐπελάβετο αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτῷ· ὀλιγόπιστε! εἰς τί ἐδίστασας;
καὶ ἐμβάντων αὐτῶν εἰς τὸ πλοῖον ἐκόπασεν ὁ ἄνεμος·
οἱ δὲ ἐν τῷ πλοίῳ ἐλθόντες προσεκύνησαν αὐτῷ λέγοντες· ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς εἶ.
(Ματθ. 14, 30-33)