imerologio-podilatou

Ημερολόγιο ποδηλάτου

– Κείμενο: ερημίτης –

Ανέκαθεν μου άρεσε η ποδηλασία. Τώρα όμως ήταν διαφορετικά. Εξόρμηση στη φύση, με πνιγερή διάθεση κατάστασης που αλλάζει. Ωστόσο καλοκαίρι. Σκυφτός κι ένα με το ποδήλατο μου, υπέμεινα τα διαδοχικά κλαδιά με τα πυκνά φυλλώματα που έφραζαν το μονοπάτι εκείνο, που ύστερα αφέθηκα στη χωματένια του και σκιερή -ακόμη- κατηφόρα.
Γνώριζα πως ότι τώ­ρα κατέβαινα είχα να το ανέβω πάλι όταν θα επιστρέψω και γύρω μου ένα τοπίο ερημικό που έδειχνε πλήρως αμέτοχο, πεδιάδες που απλωνότανε και έμοιαζαν με απουσίες.
Ανέπτυσσα συνεχώς ταχύτητα, από το φρένο χαλάρωσα το χέρι. Το άσπρο χώμα σαν καπνός, σαν προσευχή αυτοσχέδια ανέβαινε, διαλυόταν στον αέρα.
“Αν η πορεία σου έχει γίνει υπερβολικά εύκολη, ίσως να σ’ έχει πάρει η κατηφόρα” είχε πει ένας Ελβετός λογοτέχνης, ο Μαξ Φρις… όμως είχα να επιστρέψω. Όφειλα να επιστρέψω.
Μια αστραπιαία κίνηση που εξελίσσεται οριακά εμπρός μου με απειλεί με πτώση. Είναι ένας ολόλευκος και μεγαλόσωμος λαγός, που “έγλειψε” μόλις, με τη γούνα του τον μπροστινό τροχό και τώρα με κοιτάζει. Τελικά το ότι η ζωή απειλήθηκε μα όμως συνεχίζει, μπορεί να αποτελεί την μόνη και μόνο είδηση στην ξεχασμένη αυτή γωνιά του κόσμου.
Συνεχίζει, μεταβάλλεται και αξιοποιείται και μάτια ψηλά στον ουρανό, όντας απ’ το ποδήλατο μισοκατεβασμένος, βλέποντας πάλι εκείνον τον σχηματισμό από κάποια κοράκια τα οποία ακόμη διαγράφουνε τους κύκλους τους από επάνω μου και με ακολουθούνε απ’ το ξεκίνημα μου ήδη.
Τα ρούχα μου λιγοστά, στη σχάρα του ποδηλάτου όπου τραντάζεται άτσαλα, μόνο λίγη ξηρά τροφή, πολύ νερό, ένα βιβλίο και μία μάσκα κατάδυσης, σε μία ζωή που μεταβάλλεται και είμαι για την ζωή μου μια βασική μεταβλητή.
Στην άκρη του δρόμου η θάλασσα, πεζός στην αμμουδιά. Ματιές πίσω από θολωμένη μάσκα και ξαφνικά… βουτιά στη σιωπή.
Εγώ η μεταβλητή σε πλαίσιο εγγυημένα σταθερό, ως κτίσμα του Δημιουργού.
Κολυμπάω και αγγίζω τον πυθμένα με το στήθος μου κι αυτόματα ήρθε στα χείλη μου η νοερά η προσευχή.
Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με, με όλα τριγύρω να αιωρούνται, ιδανική στιγμή.
Μια δύναμη με σπρώχνει προς τα βράχια, μπορώ να διακρίνω κάτι με χρώμα έντονο επάνω στον γκρίζο βράχο, κάτι σχεδόν πορτοκαλί. Πλησιάζω. Η μάσκα έχει θολώσει κάπως και αυτό το θέαμα αξίζει να δω πιο καθαρά, έτσι βγαίνω για λίγο. Αφήνομαι στην άνωση. Μικρότερος, τα καλοκαίρια, μου είχε γίνει εμμονή να βρω κάποιο μεγάλο όστρακο και να το ανασύρω. Έτσι έψαχνα μανιωδώς. Ποτέ δεν είχα καταφέρει να βρω κάποιο όπως το φαντάστηκα. Να βρω κάτι αντίστοιχο με αυτό που μόλις είδα. Το πρόσωπο μου, πρόβαλε έξω από το νερό. Φρεσκάριζα τη μάσκα. Έριξα μία κλεφτή ματιά στο ξαπλωμένο μου ποδήλατο στην ακροθαλασσιά και βούτηξα ξανά.
Δύο μεγάλα ανοιχτόχρωμα και εντυπωσιακά κοχύλια, το ένα κολλημένο στο άλλο και αμφότερα στον βράχο κι έμεινα εκεί να τα θαυμάζω ακίνητος κι εγώ, όπως άλλωστε και αυτά. Ήταν η ευκαιρία μου. Απλά θα άπλωνα το χέρι να τα πάρω.
Βγήκα χωρίς αυτά. Ήτανε βέβαια ζωντανά. Αυτό όπου δεν είχα καταλάβει πιο μικρός, είναι ότι αν όντως κατάφερνα να βρω ένα τόσο όμορφο κοχύλι, τότε θα είχα πάρει μαζί μου τελικά κάτι ολότελα νεκρό.
Τώρα όμως είχα αποκτήσει μόλις δύο πανέμορφα κοχύλια ζωντανά, ελεύθερα να υπάρχουνε στον βυθό.
Και την ανάμνηση τους.
Στέγνωσα λίγο, σήκωσα το ποδήλατο και το έσερνα περπατώντας μέχρι που έφυγα από εκεί.
Κατά το δειλινό, μία μικρή παράκαμψη και βρέθηκα μέσα σε ένα ξωκλήσι. Κεριά πολλά, μισοκαμένα, πάνω στο μανουάλι. Άναψα ένα από αυτά και έκατσα παραδίπλα.
Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με και μια απότομη ριπή από μελτέμι έσπρωξε και άνοιξε διάπλατα τη σιδερένια πόρτα. Μια δεύτερη πιο παρατεταμένη και φύσαγε πια και μέσα στον μικρό ναό. Ήταν λες κι είχε τώρα ολοδικιά του την πνοή. Έκανα να σηκωθώ και τότε ήταν που είδα το πλέον όμορφο θέαμα εκείνης της ημέρας. Η φλόγα του κεριού μου απ’ τον αέρα είχε εξαπλωθεί σε όλα τα παραδίπλα και από αυτά σε όλα. Παρόντας σε μία εκτός πλάνου, εξαίσια επικοινωνία, αμφίδρομη, μεταξύ ανθρώπου και Θεού.
Σκοτείνιαζε και άναψα στο ποδήλατο το δυνατό μου φως. Είχα να πάω ορεινά. Δεν βιαζόμουν. Δεν με περίμενε κανείς.
Τί κι αν από τη μέρα αυτή είχα και να θυμάμαι τσίμπημα άγριας μέλισσας ή την ταλαιπωρία απ’ τα σκασμένα λάστιχα, τις δύσκολες ανηφόρες που έγραψα στην αρχή. Το θέμα ήταν τελικά, όπως και κάποιοι Πατέρες λένε: Ότι τη μέρα αυτή δεν είπα το πρόβλημα μου στον Θεό όπως συνήθως γίνεται αλλά αντιθέτως είπα τον Θεό σ’ αυτό το πρόβλημά μου.

error: Content is protected !!
Scroll to Top