– Κείμενο: ερημίτης –
Γιορτάζοντας την ίδρυση της Εκκλησίας μας και αποφεύγοντας κάποιες συνήθεις παρανοήσεις γύρω από τον ρόλο της, θέλησα να θίξουμε επιγραμματικά 4 από τα βασικά της σημεία.
1. Ήδη από τα Ευαγγέλια, τις Πράξεις των Αποστόλων, τις Επιστολές του Παύλου, συμπεραίνει κανείς εύκολα ότι προβλήματα συμπεριφορών μεταξύ των Αποστόλων ενόσω βρισκόταν ήδη ανάμεσά τους ο Χριστός και κατόπιν προβλήματα συμπεριφορών των ανθρώπων της πρώτης Εκκλησίας μετά την Πεντηκοστή υπήρχαν άφθονα.
Εν ολίγοις εάν κάποιος πιστεύει ότι τα όποια φαινόμενα διαφθοράς εντός της είναι σημερινό φαινόμενο, ας το επανεξετάσει.
Τέτοιας φύσης προβλήματα υπάρχουν όπου εμπλέκεται άνθρωπος, οι Πατέρες ουδέποτε προσπάθησαν να τα αποσιωπήσουν, να τα ωραιοποιήσουν και ακριβώς εκεί έγκειται η Ορθόδοξη Παράδοση η οποία εστιάζει στις πνευματικές μας αυτές ασθένειες, προκειμένου να αναδειχτούν και να καταπολεμηθούν με τον πνευματικό αγώνα.
Η Εκκλησία είναι ο μόνος χώρος όπου δεν λέμε πως είμαστε οι καλύτεροι.
Έχουμε την ορθή Πίστη όμως.
2. Μια μέρα σαν την Πεντηκοστή συνειδητοποιούμε πως η δημιουργία της Εκκλησίας αποτελούσε επιθυμία του Χριστού. Όλοι θυμόμαστε το λογοπαίγνιο Του απευθυνόμενος στον Πέτρο πως θα τον κάνει “πέτρα” σε αυτή και οι Απόστολοι βεβαίως δεν κήρυξαν τον Λόγο Του από ιδιωτική, δική τους πρωτοβουλία χρίζοντας επιπροσθέτως και κατά τόπους τους πρώτους Επισκόπους.
Κατά συνέπεια η Εκκλησία δεν είναι κάτι ξέχωρο από Αυτόν. Κατά συνέπεια γνώμες όπως “εγώ είμαι με τον Χριστό αλλά όχι με τους παπάδες”, “δεν επισκέπτομαι ποτέ κάποιον ναό γιατί δεν μου αρέσει εκεί ο κόσμος” κλπ, έχουν τέτοια ορθότητα όση θα είχε το να επιθυμεί κάποιος για παράδειγμα να κρατήσει από έναν Γάμο μόνο τα καλά στοιχεία του αλλά στις δυσκολίες του να επιλέξει να είναι απών.
Επιστρέφοντας έτσι λοιπόν στο “σημείο 1”, βλέπουμε πως όπως και στην υπόλοιπη κοινωνία, στην εργασία μας δηλαδή, στη γειτονιά μας, κλπ. καλούμαστε να αλληλεπιδάσουμε με ανθρώπους. Συχνά αυτό είναι προβληματικό και δύσκολο, αλλά καλούμαστε να αγιάσουμε μέσα από όλο αυτό.
3. Συνοψίζοντας τα 2 πρώτα σημεία, βλέπουμε ότι ο μικρόκοσμος της Εκκλησίας μας αποτελείται από ανθρώπους, όμως τον διέπει η χάρη του Θεού.
Καλούς ανθρώπους εκτός Εκκλησίας γνωρίζω, η αλήθεια είναι, αρκετούς. Άγιο όμως εκτός αυτής, κανέναν. Το θέμα δεν είναι στείρα ηθικό. Πέρα απ’ τα ήθη ζητούμενο είναι η θέωση και η γνώση του Θεού.
Όπως πχ. πριν 500 χρόνια, όπου άνθρωποι στο απομακρυσμένο τους χωριό πήρανε την απόφαση να χτίσουν μια εκκλησία, δεν το έκαναν απ’ την ανάγκη να υπάρχει εκεί στο μέρος τους κάτι σαν πολυχώρος έκφρασης, μα ούτε καν και κάτι σαν ίδρυμα φιλανθρωπικό.
Η Εκκλησία έχει να κάνει με την πνευματική μας κατάσταση. Ανάμεσα στα ουτοπικά ευχολόγια που άπαντες διατυπώνουν γύρω μας, ανάμεσα σε ψευδαισθήσεις περί δήθεν αγάπης και αλτρουισμού, η Εκκλησία αθόρυβα δύναται να μας πάει πέρα από όλα αυτά.
Η Εκκλησία επί γης είναι μικρογραφία του Ουρανού.
Οι φυσικοί ηγέτες της για τον κόσμο είναι νεκροί, ενώ για εκείνη, σε κάποιον αλλον Τόπο φέρουν το αθάνατο φωτοστέφανο του Τριαδικού Θεού.
4. Μετά την Πεντηκοστή, ιστορικά μιλώντας, σχηματίστηκαν οι πρώτοι πυρήνες Χριστιανών. Συνήθιζαν λοιπόν για λόγους πρακτικούς, για τις ανάγκες τους, να συγκεντρώνουν χρήματα σε ένα κοινό ταμείο. Αιώνες αργότερα όταν έπαψαν οι διωγμοί, ο αριθμός των Χριστιανών όπως είναι φυσικό έφτασε στο σημείο να διογκωθεί. Μαζί και τα οικονομικά τους. Στη νεώτερη Ελλάδα, από τον Βασιλιά Όθωνα και αργότερα, οι κυβερνήσεις προχώρησαν σε αναγκαστικές απαλλοτριώσεις της εκκλησιαστικής περιουσίας. Μέρος αυτής, με ευθύνη πια της Πολιτείας “χάθηκε” στην πορεία, καθώς όπως γνωρίζουμε ζούμε σε ένα διεφθαρμένο κράτος, ωστόσο υπολογίζεται ότι από τη συνολική αυτή αρχική εκκλησιαστική περιουσία την οποία σεβάστηκαν μέχρι και οι Οθωμανοί, απέμεινε τελικά ως τις μέρες μας μόνο ένα 4%. Το κράτος αδυνατούσε να ανταποκριθεί οικονομικά σε αποζημιώσεις, έτσι λοιπόν ορίστηκε ότι οι Ορθόδοξοι ιερείς θα πληρώνονται στο εφεξής από το κράτος, ως μέρος της συμφωνίας. Πολλά λέγονται γύρω μας και θέλησα απλά αυτό να αποσαφηνιστεί.
Πολλά λέγονται γύρω μας και σχετικά με το ότι “η Εκκλησία δεν βοηθάει τους άπορους”, που βέβαια τα τόσα δωρεάν ιδρύματα, οι κλινικές, τα καθημερινά συσσίτια καθώς και πολλά άλλα, δείχνουν να περνούν στα ψιλά σε κάποιον κακοπροαίρετο και η προσωπική μου πείρα ξέρεις τι μου υπαγορεύει; Πως όσοι τα διαδίδουνε όλα αυτά -συνήθως- στην πράξη ποτέ οι ίδιοι δεν πρόσφεραν ουτε σε άστεγο, κουλούρι.
Με τα “χρυσά άμφια” των ιερέων, τα “πολύτιμα κρύσταλλα” των πολυελαίων να αποτελούν ακόμη έναν μύθο αστικό, η Εκκλησία καλείται να υπάρχει ως έναν καταφύγιο διαχρονικό. Το ότι “θα πρέπει να εκσυγχρονιστεί” όπως επίσης λέγεται δεν είναι κάτι όπου θα βγάλει όφελος ούτε καν στον ίδιο άνθρωπο αυτόν όπου το διατυπώνει και ακράδαντα το πιστεύει αυτό. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Χριστός όντως δέχτηκε να κατεβεί ως το επίπεδό μας, όμως με γνώμονα να ανεβούμε έπειτα κάποια στιγμή μαζί Του.
Έτσι και η Εκκλησία, ας στέκει στην πλατεία ίσα να μας υπενθυμίζει ότι υπάρχει πάντοτε και κάτι υψηλό μα και συνάμα προσιτό, πέρα από τις ανοησίες μας, αυτές της κάθε ημέρας. Θα είναι η μόνη λύση εξάλλου όταν θα βαρεθούμε πια να σέρνουμε αυτόν τον εαυτό, όταν θα βαρεθούμε να πασπαλίζουμε με ανοησίες τη μέρα.
Όταν θελήσουμε να βιώσουμε μια άλλη αγκαλιά.
“Η Αγία μας Εκκλησία είναι η αγκαλιά του Χριστού.
Όλοι μια αγκαλιά θέλουμε.
Όλοι μια αγκαλιά γυρεύουμε.
Ε, αυτή είναι του Χριστού η αγκαλιά, ο Οποίος
τη στήνει στα τρίστρατα της ζωής μας”.
(Γέροντας Ανανίας Κουστένης)