Μία αληθινή πασχαλινή ιστορία
– Κείμενο: ερημίτης –
Ημέρα Τρίτη της Διακαινήσιμου του 2024 και βρέθηκα σε έναν θάνατο, σε ένα χωριό εκεί όπου ακόμη οι άνθρωποι, αφήνουν τον νεκρό στο σπίτι όλη τη νύχτα πριν τον ξεπροβοδίσουν και που οι συγγενείς και φίλοι του μετέχουν σε αυτήν την αγρυπνία.
Μόλις δυο μέρες πριν η ευλογημένη Πασχαλιά και εκείνη η αναστάσιμη χαρά πίστευα ότι με διακατείχε. Όμως εκείνη ακριβώς τη νύχτα είναι που δέχτηκα τον πιο μεγάλο πειρασμό…
Η ώρα ήταν περίπου 10 μ.μ. όταν πέρασα το κατώφλι του σπιτιού και η νεκρή, μία γυναίκα ηλικιωμένη, στο ανοιχτό της φέρετρο, στο κέντρο του σαλονιού.
Πλησίασα, πήρα θέση πλάι στα σταυρωμένα χέρια της, ενώ η κεφαλή της ήτανε καλυμμένη από ένα σάβανο που έφερε την μορφή του Αναστημένου Κύριου Ιησού. Η μακαρίτισσα είχε -η αλήθεια είναι όσο ζούσε και όπως τη γνώριζα εγώ- κάποιες αδυναμίες χτυπητές, όπως κατάκριση για παράδειγμα και άλλα πάθη σωματικά. Για να μην στα πολυλογώ η μακαρίτισσα μου έμοιαζε και σου έμοιαζε αρκετά. Βέβαια, τα τελευταία χρόνια της είχε υποστεί μία κάποιου τύπου άνοια γεροντική με αποτέλεσμα να παλιμπαιδίζει. Φαντάσου, είχε μέχρι και το αγαπημένο της λούτρινο αρκουδάκι πια, που το ‘χαν τοποθετήσει τα παιδιά της τώρα λίγα εκατοστά πιο πάνω από τα σταυρωμένα χέρια της. Την κοίταξα, σκέφτηκα “δεν μπορεί”, αν έφτασε έτσι, ως παιδούλα τρομαγμένη κρατώντας το λούτρινο αρκουδάκι της επί του φοβερού βήματος του Χριστού, τότε ο Κύριος σίγουρα δάκρυσε γι’ αυτήν. Μάλιστα είχα ακούσει νωρίτερα απ’ την κόρη της πως το Μεγάλο Σάββατο πρόλαβε και είχε κοινωνήσει.
Τις σκέψεις μου διέκοψε μία μελαμψή κυρία που ήρθε και στάθηκε από επάνω μου. Λοιπόν: Την Πόρνη με το ακριβό το μύρο της Μεγάλης Τετάρτης, την θυμάσαι; Ε, ήτανε ακριβώς αυτή! Κάποια παλιά δεκαετία είχε έρθει στο χωριό ως μία πόρνη εξωτική, καλλίγραμμη, όμως με τον καιρό μετανόησε, βαφτίστηκε Ορθόδοξη Χριστιανή, παντρεύτηκε, ύστερα με τον άνδρα της υιοθέτησαν ένα ορφανό μαύρο παιδί από τα μέρη της που ήτανε ξεγραμμένο, το ανάστησε, το σπούδασε, του μετέδωσε ελληνικά ήθη και έθιμα, ελληνική παιδεία και το μετέτρεψε σε ένα μέλος ζωντανό και χρήσιμο στην ευρύτερη κοινωνία. Έπειτα, η ίδια -μεγάλη πλέον σε ηλικία- βάλθηκε να διακονεί όλους τους αναξιοπαθούντες και αρρώστους του χωριού με μία προσήλωση παρόμοια του Μεγάλου Βασιλείου και φυσικά είχε περάσει πολλά τέτοια μερόνυχτα πλάι στην αποψινή νεκρή όταν εκείνη υπέφερε κατάκοιτη για μήνες ή και χρόνια.
Η Μυροφόρος Πόρνη στεκόταν τώρα από πάνω μου με έναν δίσκο με κονιάκ. Έκανα μια υπόκλιση και πήρα ένα ποτήρι.
Γύρω μου υπήρχαν περίπου είκοσι άτομα, άμα προσθέσει κάποιος κι εκείνη την παρέα στο διπλανό δωμάτιο, που την αποτελούσαν κυρίως συνάδελφοι σε μία κάπως μεγάλη εταιρεία, τους οποίους άκουγα με την άκρη του αφτιού μου να καταστρώνουν σχέδια γύρω από το πώς θα καταφέρουν να ροκανίσουν την καρέκλα του παρανοϊκού τους διευθυντή. Όλα καλά, πολλά μπορεί να συζητήσει ο άνθρωπος σε μία τέτοια άβολη στιγμή και είναι προτιμότερα σε σχέση με όλες τις ανοησίες αυτές που λέγονται σε τέτοιες περιπτώσεις τύπου “παρηγοριές”, όπως “ότι τον μακαρίτη τον αγάπησε και για αυτόν τον λόγο τον πήρε μαζί του ο Θεός” και άλλα παρεμφερή.
Πριν συνεχίσω επίτρεψέ μου να κάνω και μια μικρή επισήμανση: Το τελευταίο διάστημα σε εκείνο το χωριό, υπήρξε -όπως διαπίστωσα- μία μεγάλη αύξηση θανατηφόρων περιστατικών, ακόμη και σε νέους ανθρώπους, οι οποίοι θάνατοι σχετιζόταν με θρομβώσεις και με παρόμοια καρδιακά νοσήματα. Αν τυχόν τώρα εσύ θέλεις να κάνεις κάποια σύνδεση με ιατρικά ζητήματα της προ μόλις λίγων ετών επικαιρότητας και να τα συσχετίσεις μαζί με το γεγονός αυτό, τότε ελεύθερα να το κάνεις. Απλά εγώ δεν θα το σχολιάσω ώστε μην ξαναπούν οι ειδικοί και ο πρωθυπουργός πως είμαι “ψεκασμένος”.
Πλάι από τα νεκρά χεράκια της λοιπόν, εκείνα όπου μου έδιναν γλυκίσματα στην παιδική μου ηλικία και ήταν τότε ακριβώς που μπήκανε οι πρώτες αμφιβολίες του πειρασμού. Οι αμφιβολίες γύρω από την ανάσταση των νεκρών και ερωτήματα γύρω από το αν είναι δυνατόν ή εντελώς παράλογο εκείνη η νεκρή γυναίκα που έχω τώρα απέναντί μου, κάποτε να εγερθεί. Η εξώπορτα κάπου παράμερα από εμένα, άνοιγε ωστόσο κάθε τόσο και μπαίνανε μέσα χωρικοί για να συλληπηθούν, όμως εγώ είχα ένα κενό στην επαφή μου με εκείνο το χωριό κάπου σαράντα χρόνων με αποτέλεσμα όσους θυμόμουν ως τριαντάρηδες για παράδειγμα, τώρα να τους βλέπω -μια κι έξω- στα… εβδομήντα τους τσακισμένους και μέσα στη φθορά. Και όχι μόνο αυτό! Μια επίσκεψη στο νεκροταφείο νωρίτερα εκείνο το πρωί για λόγους πρακτικούς, με έκανε να δω γνώριμα πρόσωπα να ‘ναι απλώς φωτογραφίες πια σε μνήματα! Ήταν βλέπεις οι τότε άνω των 40!
Ξέρεις, όταν συμβαίνουν γεγονότα πολύ αργά και προοδευτικά σου δίνεται ο χρόνος για να τα συνηθίσεις, όμως για εμένα την Τρίτη εκείνη της Διακαινήσιμου μου ήρθε όλη η πληροφορία η θλιβερή σε μία και μόνο ημέρα ξαφνικά. Σαν μία ατομική βόμβα μικρή να είχε πέσει στο χωριό μες στη συνείδησή μου και να ‘χε μετατραπεί τόσο αυτό όσο και όλα τα παιδικά μου χρόνια και οι αναμνήσεις μου όλες σε μία Χιροσίμα τόσο δα μικρή.
Η εβδομάδα της Διακαινήσιμου, ξέρεις, εκκλησιαστικά, θεωρείται ολόκληρη σαν μία ημέρα. Θεωρείται ως η Ανάσταση, η κάθε της ώρα και στιγμή κι εγώ τώρα πλάι σε μία νεκρή, σε ένα χωριό έξω απ’ τα μέτρα που φτιάχτηκε λες τώρα ειδικά για εμένα, βγαλμένο από ένα θρίλερ επιστημονικής φαντασίας που όλοι πεθαίνουν γρήγορα ή όπου στην καλύτερη περιφέρονται οι άνθρωποι του σαν τα ζόμπι, που όλο με πλησιάζουνε, που όλο με χαιρετάνε.
Έριξα μαύρο γύρω μου. Είχα περάσει και άλλα Πάσχα παράξενα. Όπως εκείνο το παλιό όπου από άθεος είχα μεταστραφεί στην Πίστη μέσα σε μία στιγμή και ήταν θυμάμαι ολοκάθαρα Μεγάλη Παρασκευή.
Ή εκείνο το Πάσχα με τις καραντίνες και τις απαγορεύσεις που έμπαινα “παράνομα” σε ναούς, που έκανα κάθε λογής παλαβωμάρα μες στους δρόμους ενάντια σε αστυνομικούς. Όμως εδώ… όμως τώρα… πνιγμένος από θάνατο και από φθορά, στην εβδομάδα της αναστάσιμης χαράς. Το αγαπημένο μου blog, το erimitic.gr με αναστάσιμη θεματολογία, σε αναστάσιμη χαρά κι εγώ την ίδια ώρα, στη νύχτα αυτή να νιώθω άθεος, έτοιμος να πάω απλά στο διπλανό δωμάτιο να πάρω μέρος στη συζήτηση για την ανατροπή του διευθυντή. Κι όλο ηλικιωμένοι έμπαιναν που τους θυμόμουν νέους στη μορφή. Και όλο και ένα νέο ποτήρι με κονιάκ μου σέρβιρε η Μυροφόρος Πόρνη.
Είχε μετατραπεί για εμένα η Διακαινήσιμος σε Κυριακή του άπιστου Θωμά.
Ω, Θεέ των Πατέρων… των προγόνων μου… στερέωσέ μου την ασταθή μου πίστη.
Ω, Θεέ του σύμπαντος κόσμου, κάνε με να πιστέψω ότι μπορείς να αναστήσεις την Χιροσίμα μου που χάθηκε απόψε ξαφνικά στα δηλητηριώδη νέφη…
Ενός κακού μύρια έπονται και μέσα στη νύχτα αποφάσισα επιπροσθέτως να μην κάνω ποτέ και σε κανέναν κουβέντα για όλο αυτό το ντροπιαστικό περιστατικό. Μα έπειτα συνειδητοποίησα πως με αυτόν τον τρόπο γίνομαι χειρότερος ακόμη και από έναν κοσμικό που γράφει θέματα της life style και που φτιασιδώνει και κρύβει αλήθειες με την πένα του πίσω από λέξεις φωτεινές. Εξάλλου η Ορθόδοξη Παράδοση δεν ωραιοποίησε ποτέ άβολες καταστάσεις του ανθρώπινου ψυχισμού. Έτσι λοιπόν έρχομαι και σου το καταθέτω, όμως τη νύχτα εκείνη προσδοκούσα να γίνει αυτό το κάτι τελικά όπου θα σώσει εμένα από τη μιζέρια μου αλλά ακόμη και εσένα και την ανάγνωσή σου τώρα επάνω στο κείμενο αυτό. Προσδοκούσα αυτό το κάτι, όπου δεν ήξερα τι θα ‘ναι, που γνώριζα όμως σίγουρα πως θα ‘ναι κάτι έξω από εμένα.
Έτσι λοιπόν οι ώρες της καταχνιάς κυλούσανε μέχρι που ήρθε και η ώρα όπου μόλις είχε ξημερώσει. Και τότε ήταν που βρέθηκα αντιμέτωπος με μια γηραιά κυρία. Μπήκε υποβασταζόμενη από δύο άλλες γυναίκες την οποίαν είχαν γραπώσει από τις μασχάλες. Την γνώριζα παλιά και αυτή. Την γνώριζα ως κοπέλα που τότε ήταν γύρω στα τριανταπέντε. Πανέμορφη κάποτε στη μορφή. Μάλιστα επίσης γνώριζα πως διέθετε και μία μελωδικότατη φωνή. Έψελνε τότε σε ναούς, μέχρι και στην Μητρόπολη, όμως πολύ αργότερα την είχαν πετάξει έξω. Βλέπεις η διαφθορά που υπάρχει στην πατρίδα μας αγγίζει βέβαια και ανθρώπους όπου φοράνε ράσο. Οι οποίοι “μπαίνουν μες στα πράγματα”, στρέφονται εχθρικά προς άλλους ιερείς που είναι αγνοί και τους απομακρύνουν, μοιράζονται εξουσία, αρέσκονται να αποσπούν απ’ τους πιστούς χρηματικά ποσά και γενικότερα η κύρια τους εργασία είναι το να καρφώνουν στο Ξύλο τον Χριστό. Αυτή είναι η αλήθεια και… είπαμε: Ας μην ωραιοποιούμε άβολες καταστάσεις.
Τώρα, στη νέα αυτή αυγή την έβλεπα κάπου στα εβδομηνταπέντε της, σε αυτό το φριχτό παιχνίδι της ξαφνικής καμπύλωσης του χρόνου όπου εξελισσόταν μπρος στα μάτια μου. Το τσακισμένο σώμα της είχε ένα σχήμα “Γ” όπου το πάνω μέρος του ήτανε διπλωμένο αρκετά. Πλησίασε με κόπο και στάθηκε επάνω από τη νεκρή. Έδιωξε όσους την υποβάσταζαν μέχρι την ώρα αυτή και πάλεψε να σκύψει και να ασπαστεί την αναστάσιμη εικόνα η όποια στο φέρετρο είχε τοποθετηθεί. Έκανε τον σταυρό και το δεξί της χέρι ανέβηκε μέχρι εκεί όπου ήταν το μπόι της παλιά.
Έπειτα ύψωσε τα γερασμένα χέρια της, στον χώρο και στον χρόνο, σου έδινε την βεβαιότητα πως είχε πλέον επιβληθεί.
Εκείνη τώρα άνοιγε το στόμα της και εγώ από την μεριά μου άκουγα τώρα με ένταση απ’ τα χείλη της -μέσα στην θανατική σιγή- την πιο ωραία και αναλλοίωτη φωνή αηδονιού που έχει ποτέ ακουστεί:
“Χριστός Ανέστη εκ νεκρών,
θανάτω θάνατον πατήσας
και τοις εν τοις μνήμασιν,
ζωήν χαρισάμενος”.
Ύστερα τα άνθη τα ανοιξιάτικα απ’ το ανοιχτό παράθυρο απέναντί αρχίσανε να πάλλονται χαεούμενα από το πρωινό αεράκι σαν να ‘τανε καμπάνες και όλα πλέον έμοιαζαν σαν μια κρυφή γιορτή.
Και τελικά ετούτη τη χρονιά έκανα δύο Πάσχα.
Πάντοτε υπάρχει ένα σημείο λεπτό και απαλό που ωστόσο είναι ικανό και ξύνει έτσι, λίγο, την πιο σκληρή και στιβαρή αλήθεια. Την φθείρει αρχικά και τέλος την κονιορτοποιεί.
Πάντοτε να προσπαθείς για να το εντοπίσεις.
Ήταν μια μικρή όμως αληθινή ιστορία μεταξύ πίστης και απιστίας και γενικότερα μια ιστορία μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας.
Χριστός Ανέστη – Αληθώς Ανέστη