– Κείμενο: ερημίτης –
Η Σαμαρείτιδα συνήθιζε να επισκέπτεται το πηγάδι με τη στάμνα της, πάντοτε όμως μόνη της κι αργά το μεσημέρι ώστε να μην την συναντούν οι υπόλοιπες γυναίκες.
Κοινωνικά στιγματισμένη, εξαιτίας της άστατης ζωής της.
Όμως εκείνο το μεσημέρι την περιμένει ο Χριστός και της ζητά νερό.
Ο Χριστός της πιάνει την κουβέντα ζητώντας νερό από εκείνη, ακριβώς για να την κάνει να αισθανθεί σημαντική.
Ας αναλογιστούμε την περίπτωση όπου κάποιος που τριγυρνάει απόκληρος σ’ αυτή την κοινωνία με διαλυμένο βήμα και που εισπράττει απέχθεια στο βλέμμα του απλού περαστικού, πόσο ξεχωριστά θα ένιωθε αν του ζητούσε χάρη κάποιος που τα ‘χει όλα. Αν του εκμαίευε τη δυνατότητα στο να φανεί κι ο ίδιος χρήσιμος σε κάτι.
Η Σαμαρείτιδα εκπλήσσεται, ο Θεός ζητάει ένα ποτήρι νερό από τον πληγωμένο της εαυτό, ενώ οι μαθητές από μακριά που παρακολουθούνε τη σκηνή, μένουνε έκπληκτοι διότι Εκείνος συνομιλεί μόνος με μια γυναίκα, πράγμα απαγορευμένο για έναν διδάσκαλο εκείνη την εποχή.
Όμως ο Ιησούς εκείνο το μεσημέρι κόντρα σε κάθε λογική, θα έπαιρνε και θα έδινε νερό.
Η Σαμαρειτιδα και μετέπειτα Αγία Φωτεινή διαχειρίστηκε με τον καλύτερο τρόπο το κάλεσμα του Θεού.
Γυναίκα μόνη, περιπλανήθηκε έκτοτε σε μέρη μακρινά, μιλώντας για αυτό που ένιωσε και μαρτύρησε στα χρόνια του Νέρωνα με τους γιούς και με τις αδελφές της.
Εκείνο το παλιό, ευλογημένο μεσημέρι στο πηγάδι, ήπιε αθάνατο νερό.
Δεν ξαναδίψασε ποτέ.