– Κείμενο: Δημήτρης Αθωνίτης –
Μετά από αρκετό καιρό, βρήκα ξανά το δρόμο της επιστροφής.
Ύστερα από αμέτρητα «ναυάγια» και άσκοπες περιπλανήσεις στα λιμάνια των παθών και του εγωισμού, κατάφερα τελικά να πατήσω ξανά στεριά. Σε μια έρημη μα γνώριμη απ’ τα παλιά, παραλία. Εκεί που ο χρόνος δεν είχε αφήσει ακόμη τα σημάδια του και το πιο «ανοίκειο» πράγμα, ήμουν μάλλον εγώ.
Από εκεί συνήθιζα να ατενίζω το πέλαγος και να ονειρεύομαι τα μακρινά ταξίδια. Αυτά που θα με έφερναν κοντά Σου. Γιατί ανέκαθεν ήλπιζα (όπως ελπίζω ακόμα), πως το ταξίδι μου θα τέλειωνε στο δικό Σου απάνεμο και ασφαλές λιμάνι.
Σε αυτό που τα άγρια κύματα, ο «λυσσασμένος» άνεμος και τα «στοιχειά» της θάλασσας δε φτάνουνε ποτέ. Σκάνε με θόρυβο και αφήνουν το «κεντρί» τους, μάταια, επάνω στους τεράστιους και ακλόνητους κυματοθραύστες Σου. Αυτούς, που τόσα χρόνια «αγκαλιάζουν στοργικά» όλους εκείνους που κατάφεραν να έρθουν τελικά κοντά Σου.
Κάποιοι απ’ αυτούς έφτασαν σαν «όμορφοι καπεταναίοι», μέσα σε λαμπερά και γρήγορα πλεούμενα. Με τα ολόλευκα πανιά τους να «φουσκώνουν» υπερήφανα από τον ούριο άνεμο που τους οδήγησε εκεί.
Άλλοι ήρθανε με την αγωνία ν’ αντανακλάται πάνω στα πρόσωπα τους. Μιας και έτρεχαν για να ξεφύγουν απ’ την τρικυμία που ανυπόμονη, ετοιμαζόταν να ξεσπάσει άγρια, επάνω στο σκαρί τους. Αφήνοντας στο τέλος μια ανάσα ανακούφισης, παρέα με έναν στεναγμό. Ίσως και με ένα δάκρυ..
Κάποιοι άλλοι με «λαβωμένα» και ταλαίπωρα καράβια. Με τα κατάρτια τους σπασμένα και τα πανιά σχεδόν ανύπαρκτα, σχισμένα ολότελα από το σκληρό βοριά…κουρελιασμένα.
Άλλοι τους ναυαγοί, μονάχοι τους και θαλασσοδαρμένοι. Ηλιοκαμένοι άλλοτε και άλλοτε να τρέμουνε απ’ το ψυχρό αγιάζι. Και για νερό, της θάλασσας τη γεύση είχαν στα χείλη.
Και όμως, όλοι τους τα κατάφεραν και φτάσανε σε Σένα.
Και δεν τους ένοιαξε το πως κύλησε το ταξίδι.
Μονάχα που αναπαύτηκαν, ήσυχα μες στο Φως Σου.
Αθόρυβα, γαλήνια στην Πατρική αγκαλιά Σου.
Τους θαύμασα, τους ζήλεψα γι’ αυτό και Σου ζητάω, «Δως μου σανίδα να πιαστώ, να πέσω μες τη θάλασσα, να ‘ρθώ ξανά κοντά Σου….».