/Μια αλληγορική ιστορία από τον Δημήτρη Αθωνίτη εμπνευσμένη από την παραβολή του Καλού Σαμαρείτη. Μια ιστορία διαχρονική./
Ο ήχος από το χτύπημα της βαριάς ξύλινης πόρτας είναι το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι, την ώρα που πήρα, με θυμό, την απόφαση να φύγω (από κοντά Σου). Άλλωστε, την απόφαση αυτή τη «δούλευα» μέσα μου, εδώ και αρκετό καιρό. Ένιωθα βλέπεις πως πνιγόμουν (πως δεν με άκουγες το τελευταίο χρονικό διάστημα και πως δεν ήσουνα κοντά σ’ όλες τις δυσκολίες και τις «ανηφοριές» μου). Έβλεπα και εκείνα τα χαμόγελα της ευτυχίας, να «περισσεύουν» πάντοτε στα πρόσωπα των άλλων (όσων συνειδητά ή ασυνείδητα Σε είχαν αρνηθεί) και εγώ αγωνιζόμουν και μοχθούσα σ΄ όλη μου τη ζωή ασταμάτητα (για να Σε συναντήσω). Κουράστηκα πια να τους ζηλεύω. Έτσι λοιπόν, πήρα την απόφαση και κατά το σούρουπο ξεκίνησα να περπατώ στο υγρό πλακόστρωτο δρομάκι, που θα μ’ έβγαζε έξω απ΄ την πόλη.
Μοναχικός και φοβισμένος, σαν απροστάτευτο μικρό παιδί, γύρεψα πια να βρω καινούριο σπιτικό, πιο ασφαλές, πιο σίγουρο. Και αφότου στάθηκα σ’ όλες τις αγορές της πόλης και ρώτησα κάθε λογής «σοφό», έμαθα για μια πόλη με τείχη υψηλά και ισχυρά, σχεδόν απόρθητα. «Εκεί θα νιώσεις πραγματικά ελεύθερος και ασφαλής, για πάντα», μου είπανε. «Κανείς δε θα μπορέσει πια να σε πειράξει». Και εγώ ο αφελής τους πίστεψα.
Πήρα λοιπόν το μονοπάτι που έβγαζε προς την Ιεριχώ, την πόλη που ονειρευόμουνα σε όλη τη ζωή μου. Και μέσα στο μυαλό (αλλά και στην ψυχή), ξεκίνησα να κάνω νέα σχέδια για μια ζωή ιδανική και τέλεια. Αλλιώτικη απ΄ αυτή που ζούσα μέχρι σήμερα. Μακριά απ΄ τον πόνο και την κούραση. Τον καθημερινό αγώνα και την απογοήτευση. Αυτή που, ότι και να έκανα, όσο και αν προσπαθούσα, έμοιαζε να κερδίζει πάντοτε.
Δεν τα υπολόγισα όμως καλά και κάπου στη μέση της διαδρομής μ’ έφτασε το σκοτάδι. Και εγώ, απ΄ την πολύ βιασύνη μου δεν είχα πάρει, ούτε ένα μικρό κερί μαζί, για να μου φέγγει «αναιμικά» λίγο το δρόμο. «Θα προχωρήσω», είπα αποφασιστικά. «Πλέον, δεν επιστρέφω πίσω. Άλλωστε, όλο και κάποιος θα βρεθεί στο δρόμο μου για να με συντροφεύσει». Και πράγματι, μετά από λίγη ώρα, μια παρέα από διαβάτες με πλησίασε. Και αφού με προϋπάντησαν με τα πλατιά χαμόγελα τους και με μια θέρμη που ποτέ δεν είχα ξανανιώσει, μου είπανε «Μη φοβάσαι. Δεν είσαι μόνος πια. Μαζί θα περπατήσουμε σ΄ αυτό το μονοπάτι». Κι’ ήτανε τόσο καλοί και φιλικοί, που αισθάνθηκα σα να τους γνώριζα από χρόνια. Και έτσι όπως προχωρούσαμε, ξεκίνησα σιγά – σιγά να τους εκμυστηρεύομαι ολόκληρη τη ζωή μου. Και εκείνοι μου γνέφαν κάθε τόσο το κεφάλι, λέγοντας πως με καταλαβαίνανε και πόσο δίκιο είχα. Και εγώ, μέσ’ τη μεγάλη μου αφέλεια, τους εξομολογήθηκα τις πιο κρυφές μου σκέψεις, τα πιο βαθιά μου μυστικά (αυτά που δεν είχα τολμήσει να πω ούτε σε Εσένα). Ένιωθα βλέπεις τόσο γαλήνια και ειρηνικά. Ανάλαφρος, που από τη μια μπόρεσα να βγάλω από πάνω μου, όλα μου τα «βαρίδια» και ευτυχισμένος συνάμα, που είχα βρει επιτέλους κάποιους να με νοιάζονται, να με καταλαβαίνουν. Και είπα, από μέσα μου «Ετούτη η νέα ζωή ξεκίνησε πραγματικά υπέροχα. Έπρεπε από καιρό να είχα πάρει την απόφαση να φύγω».
Και να. Σε λίγο τα μεγάλα τείχη πρόβαλλαν στον ορίζοντα. Ψηλά, επιβλητικά με «ακοίμητους» πυρσούς να καίνε επάνω τους και να φωτίζουν ολόκληρη την πόλη. «Κοιτάξτε» είπα, «φτάνουμε». Μα μόλις γύρισα να μοιραστώ αυτή μου τη χαρά, με τους καινούργιους φίλους, αντίκρισα άλλα πρόσωπα, πιο σκοτεινά και άγνωστα τελείως. Λες και είχαν μάσκες που έπεσαν με μιας και φανέρωσαν πίσω τους μια σκοτεινή αλήθεια. Βλέμματα βλοσυρά και άγρια, με είχανε κυκλώσει. Και αφού ξεκίνησαν να με χτυπούν, με χέρια και με λόγια, στο τέλος μ’ άφησαν αναίσθητο, γυμνό, κατάχαμα στο δρόμο. Μου έκλεψαν τα λιγοστά υπάρχοντα και έφυγαν μακριά μου, ψάχνοντας ανυπόμονα να βρουν το επόμενο τους θύμα.
Δεν ξέρω για πόσες ώρες έμεινα εκεί μισολιπόθυμος. Και όταν συνήλθα εκτός απ’ τις νωπές πληγές που μ’ έκαιγαν, ένιωσα και άλλον έναν πόνο, παράξενο και πιο βαθύ. Ήταν ο πόνος της απόγνωσης που ξενιτεύτηκα μακριά (Σου), που είπα πως θα κάνω, μόνος μου, καινούργια αρχή και που άκριτα εμπιστεύτηκα τον πρώτο ξένο που συνάντησα στο διάβα μου (και ξέχασα Εσένα). Και όσο ο χρόνος πέρναγε, ήμουν όλο και πιο ανήμπορος για να σταθώ στα πόδια μου. Βλέπεις οι πληγές απ΄ τα χτυπήματα ήταν πολλές και αιμορραγούσαν. Τι και αν πέρασαν από δίπλα μου, πολλοί περαστικοί; Όλοι τους μου έριχναν μια φευγαλέα ματιά συμπάθειας, αλλά κανείς τους δε σταμάτησε για να με περιθάλψει. Θες από φόβο, από αδιαφορία ή γιατί δεν προλάβαιναν, συνέχιζαν βιαστικά το δρόμο τους, λες και ήθελαν να απομακρυνθούν μια ώρα γρηγορότερα από εκείνο το σημείο. Ακόμη και κάποια μικρά παιδιά, που με δάκρυα στα μάτια τους παρακάλεσαν να με βοηθήσουν, τα απομάκρυναν κακήν κακώς από κοντά μου. Και έτσι έμεινα για ακόμη μια φορά, ολομόναχος. Και είπα πως τελικά οι μέρες μου μετρήθηκαν και τέλειωσαν εδώ στον έρημο τον τόπο.
Και τότε φάνηκες ανέλπιστα (Εσύ) και με σπλαχνίστηκες. Δε με προσπέρασες, όπως οι άλλοι. Ήρθες κοντά μου και με πήρες αγκαλιά. Έτσι όπως ήμουνα, πεσμένος, βρώμικος με λάσπες και με αίματα. Δε με σιχάθηκες, δε γύρισες αλλού το πρόσωπο (Σου). Μου άλειψες τα τραύματα με λάδι και κρασί, τα έδεσες και με βοήθησες για να σταθώ ξανά στα πληγωμένα πόδια μου. Μου έριξες ένα πανωφόρι και σκέπασες τη γύμνια μου και ύστερα με οδήγησες σε τούτο εδώ το μέρος. Και είπες να με φροντίσουνε καλά μέχρι να δυναμώσω. Και έφυγες τόσο ξαφνικά που μήτε πρόλαβα να σε ευχαριστήσω.
Και οι μέρες κύλισαν και ανάρρωσα. Γιατρεύτηκα και όταν θρέψανε όλες μου οι πληγές μου είπαν πως ήμουν έτοιμος ν΄ αναχωρήσω. Να βγω ξανά, έξω στον κόσμο. Λίγο πριν φύγω ρώτησα δειλά ποιο ήτανε το κόστος. Ήταν κάτι που «στριφογύριζε» συνέχεια μεσ’ το φτωχό μυαλό μου, μιας και τα λιγοστά μου χρήματα, τα είχαν πάρει προ πολλού οι «ψεύτικοι φίλοι». «Πως θα πληρώσω», έλεγα. Φαντάσου την έκπληξη μου, όταν πήρα την απάντηση πως «Τα πλήρωσε όλα ε(Ε)κείνος. Το ίδιο κάνει, τόσα χρόνια, για όλους τους ταλαίπωρους και άτυχους διαβάτες. Τους ψάχνει μ’ αγωνία, ασταμάτητα, σε όλες τις ερημιές και αφού τους βρει φροντίζει για την ίαση και για τη θεραπεία τους. Και πάντα δωρεάν. Ποτέ του δε ζητάει τίποτα».
Συγκλονισμένος απ΄ αυτή την απρόσμενη δωρεά, ετοιμάστηκα να φύγω. Σκέψεις και συναισθήματα στριφογύριζαν μέσα μου. «Μα είναι δυνατόν; Να μου πληρώσει ολόκληρη τη θεραπεία; Και έφυγε τόσο γρήγορα, που δεν πρόλαβα καν να τον ευχαριστήσω. Άραγε, θα τον ξαναδώ ποτέ;». Βγήκα στο δρόμο. Ο ήλιος έριχνε επάνω μου «απλόχερα» τις φωτεινές ακτίνες του. Κοντοστάθηκα και έριξα μια ματιά στη βαριά ξύλινη πόρτα που μόλις είχα κλείσει πίσω μου. Κάτι μου θύμιζε, κάτι απ’ τα παλιά… Και τότε συνειδητοποίησα πως ήταν η ίδια πόρτα που είχα βροντήξει με θυμό, πριν φύγω μακριά (Σου).