h-thalassa-eide-kai-efigen

«ἡ θάλασσα εἶδε καὶ ἔφυγεν» (Ψαλ. 113,3)

– Κείμενο: Δημήτρης Αθωνίτης –

Για μια στιγμή, τα κύματα σταμάτησαν να φτάνουν στην ακτή. Λες και κάποιο αόρατο χέρι να είχε διακόψει ετούτη την νομοτελειακή τους κίνηση. Εκείνη την «αμήχανη» στιγμή διαδέχθηκε η αργή και αντίστροφη πορεία τους, απ’ την ακτή στο βάθος του ωκεανού. Στην αρχή αργά μα στη συνέχεια, όλο και πιο γρήγορα. Λες και βιαζόταν για να φύγουν μακριά, ντροπιασμένα από όλα όσα έβλεπαν.
Τα παιδιά που έπαιζαν αμέριμνα στην παραλία, παρατήρησαν πρώτα τα πολύχρωμα κοχύλια που άρχισαν να λαμπυρίζουν κάτω από το φως του πρωινού ήλιου, ενώ δίπλα τους τα μικρά ψάρια «ασφυκτιούσαν», ευρισκόμενα έξω από το νερό. Οι ενήλικες, μόλις κατάλαβαν πως κάτι περίεργο συνέβαινε, άφησαν τις «ράθυμες και νωχελικές» ξαπλώστρες τους και μαζεύτηκαν στην άκρη της παραλίας για να ατενίσουν το εντυπωσιακό θέαμα.
Οι πιο θαρραλέοι από αυτούς κάναν το πρώτο βήμα και μπήκαν μέσα, εκεί που κάποτε υπήρχε η θάλασσα. Στη συνέχεια κοίταξαν προς τον ορίζοντα, όπου τίποτα δεν έμοιαζε να τους απειλεί. «Ας πάμε λίγο πιο βαθιά», σκέφθηκαν τότε. Κανείς τους δεν ξαφνιάστηκε από τούτο, το αφύσικο φαινόμενο. Ίσως να ήταν, που τον τελευταίο καιρό, όλα τους φαίνονταν πολύ σωστά και φυσιολογικά. Ακόμη και τα πιο παράξενα. Ξεκίνησαν λοιπόν να προχωρούν όλο και πιο βαθιά, αφήνοντας τα παιδιά μόνα τους στην παραλία, να χτίζουν με «ασφάλεια», τα κάστρα τους, στην άμμο. Και έτσι, απορροφημένοι από τον καινούριο κόσμο, που ανοίχτηκε ξάφνου μπροστά τους, κανείς τους δε Σε σκέφτηκε. Κανείς τους δε Σε παρακάλεσε να επιτιμήσεις τη θάλασσα, όπως τότε και αυτή να γαληνέψει ξανά. Ίσως γιατί Σε είχανε ξεχάσει προ πολλού.
Σε λίγη ώρα έφτασαν στους «θυσανωτούς» υφάλους, που φύλαγαν επάνω τους σαν «κόρη οφθαλμού», όλα τα πολύχρωμα και ευαίσθητα κοράλλια του βυθού. Και δεν σταμάτησαν, έως ότου ξερίζωσαν και το τελευταίο από αυτά. Πολύτιμα τρόπαια, που θα κοσμούσαν επιδεικτικά τα σαλόνια των σπιτιών τους. Και όμως, αυτό δεν ήταν αρκετό. Είπαν, «Ας προχωρήσουμε ακόμη. Ας πάμε λίγο πιο βαθιά».
Εκεί τους πρόσμεναν καρτερικά, όλα τα πλεούμενα που είχαν ναυαγήσει. Που κείτονταν ασάλευτα για χρόνια, στην αγκαλιά της θάλασσας. Και εκείνοι τρέξαν με βιασύνη, να ανοίξουν τα αμπάρια για να κουρσέψουν τους πολύτιμους θησαυρούς. Και από την απληστία τους δε σεβαστήκαν καν, τις σωρούς των ναυαγών, αλλά τις ποδοπάτησαν για να θαφτούν ακόμη πιο βαθιά, στον πάτο του ωκεανού. Και αφού τελείωσαν με αυτούς συλλογιστήκαν με αναίδεια, «Ας πάμε ακόμη πιο βαθιά».
Βρήκανε τότε τα μεγάλα κήτη και τους δράκοντες της θάλασσας που προσπαθούσαν να κρυφτούν μες στις σπηλιές, μήπως επιβιώσουν. Και αφού τους σκότωσαν, φωτογραφήθηκαν ξεδιάντροπα δίπλα στα άψυχα κορμιά τους, μοιράζοντας αντίτυπα, δεξιά και αριστερά, απ’ τα «βεβηλωμένα» τρόπαια. Και αυτό ακόμη δεν τους έφτασε, δεν ήταν αρκετό. Για αυτό και βροντοφώναξαν, «Τώρα πρέπει οπωσδήποτε να πάμε πιο βαθιά».
Οι άφρονες. Κανείς τους δεν κατάλαβε πόσο είχαν απομακρυνθεί από τη στεριά. Μόνο όταν ο ήλιος κρύφτηκε πίσω από το τεράστιο και απειλητικό κύμα που πρόβαλλε μπροστά τους, τότε μόνο συνειδητοποίησαν τον κίνδυνο που διέτρεχαν. Κάποιοι έμειναν αποσβολωμένοι να κοιτούν το τέλος που πλησίαζε από λεπτό σε λεπτό. Μερικοί πέταξαν από πάνω τους τα λάφυρα και άρχισαν να τρέχουν προς την ακτή. Ενώ κάποιοι λιγοστοί, σκύψανε το κεφάλι και έχυσαν ένα δάκρυ, σημάδι μιας μετάνοιας που άργησε να έρθει. Ακόμη και τότε όμως, λίγο πριν το τέλος, κανείς τους δε Σε φώναξε, κανείς τους δε Σε ζήτησε. Θες από φόβο, από αγωνία, από ντροπή…. Μόνο μια «παιδική» φωνή ακούστηκε μες στο απελπισμένο πλήθος, «Κύριε ελέησον». Εκείνη, την ύστατη στιγμή, που όλα έμοιαζαν να έχουν τελειώσει.
Ξάφνου, το μεγάλο κύμα άρχισε να υποχωρεί και ο ήλιος έκανε την εμφάνιση του. Η θάλασσα άρχισε σιγά-σιγά να επιστρέφει, δίνοντας χρόνο σε όλους να γυρίσουν ασφαλείς πίσω στην παραλία. Τα κήτη και οι δράκοντες που είχαν απομείνει, άρχισαν να διασχίζουν ξανά τους ωκεανούς, ενώ τα ναυάγια και οι θησαυροί τους αναπαυτήκαν, για ακόμη μια φορά, στην αγκαλιά της θάλασσας. Τα κοράλλια άρχισαν να φυτρώνουν ξανά επάνω στους υφάλους ενώ τα ψάρια ξεκίνησαν να κολυμπάνε στα ρηχά.
Θαυμάζοντας την ευσπλαχνία και την αγάπη Σου εκείνη τη στιγμή αναρωτήθηκα, «Κύριε, πόσες αγνές και παιδικές φωνές υπάρχουνε ακόμα στη γη, ικανές για να ελκύσουν το άπειρο Σου Έλεος;».

error: Content is protected !!
Scroll to Top