anoigontas-tin-porta-tis-kardias-mou

Ανοίγοντας την πόρτα της καρδιάς μου.

– Κείμενο: Δημήτρης Αθωνίτης –

Πήρα απόφαση να ανοίξω σήμερα, την πόρτα της καρδιάς μου για να κοιτάξω πιο καλά τί γίνεται εκεί. Και τρόμαξα πραγματικά από όλα όσα είδα, μιας και δεν ήξερα (ή δεν ήθελα να ξέρω) και εγώ ο ίδιος ακόμη, όλα αυτά που διαδραματιζόταν μέσα της.
Είδα στο θρόνο της να κάθεται ο εγωισμός και να χαμογελά αυτάρεσκα, ενώ μπροστά του, σαν δεύτερη Σαλώμη, χόρευε σαγηνευτικά η φιληδονία. Δίπλα του η απληστία «έλαμπε» μέσα στα χρυσά φορέματα της και η λαιμαργία στο διπλανό τραπέζι, απολάμβανε τα πιο σπάνια εδέσματα. Από πίσω του, «ακοίμητος φρουρός» η φιλαρχία κράδαινε το αιματοβαμμένο σπαθί της, ενώ η ράθυμη αργολογία περιφερόταν δεξιά και αριστερά. Ψηλά, στο άνω διάζωμα η αναισθησία καμάρωνε, σαν μάνα τα παιδιά της, όλους τους αυλικούς που ήταν μαζεμένοι στην αίθουσα του θρόνου, ενώ το αισχρό γέλιο της ξεδιαντροπιάς αντηχούσε παντού.
Είδα την ταπεινοφροσύνη αλυσοδεμένη σε μια γωνιά και την υπομονή ρακένδυτη να την εξευτελίζουν. Είδα την ελεημοσύνη να βασανίζεται στα μπουντρούμια του παλατιού και την αγάπη βαριά πληγωμένη, να κουτσαίνει τρέχοντας πέρα δώθε για να ικανοποιήσει όλες τις παράλογες απαιτήσεις αυτού του παράξενου συρφετού.
Δεν άντεξα άλλο. Έτρεξα έξω και έκλεισα πίσω μου την πόρτα. Και απογοητευμένος, σαν άλλος Πέτρος κάθισα και έκλαψα πικρά. Πως άφησα να γίνει αυτό; Πως πέταξα τους θησαυρούς στους χοίρους; Πως ξέχασα τη θύρα αφύλακτη και μπήκαν μέσα μου οι κλέφτες;
«Θεέ μου», ρώτησα «υπάρχει επιστροφή, υπάρχει σωτηρία;». Και τότε άκουσα μέσα μου εκείνη τη φωνή, τη σιγανή, την ξεχασμένη, τη λεπτή. Αυτή που στην ατέλειωτη οχλαγωγία και στο έντονο βουητό, του μυαλού και της καρδιάς μου δεν ήμουν ικανός να ακούσω για τόσο καιρό, να λέει ψιθυριστά:
«Κράτα το νου σου στον Άδη και μην απελπίζεσαι».

error: Content is protected !!
Scroll to Top