– Κείμενο: ερημίτης –
Θα ‘ρθεις μ’ όλο αυτό το βουητό που κάνουν τα βαπόρια. Στους δρόμους τους πλακόστρωτους, στις δυνατές φωνές, μέσα στον σαματά. Στην Τήνο, στα πιο απόμερα νησιά, στην ξεχασμένη Ελλάδα, πέρα και από του Πόντου την Παναγία την Σουμελά. Σε ελληνικές κοινότητες, σύγχρονες ή ανενεργές. Θα ακουστείς σε παιδικά χαχανητά ή με τη σιωπή σου.
Θα βιωθεί η ημέρα σου, ως να ‘ναι το επίκεντρο ενός καλοκαιριού, ως μίας ψυχής αυθόρμητης, ξεσπάσματος ιερού. Παρηκμασμένου πια λαού.
Η Ελλάς υπό το φως, παραμονές Δεκαπενταύγουστου χωρίς τυφλά σημεία. Στο έλεος του θέρους σου αυτού.
Οι δίκαιοι όταν αποδημούν, ξυπνάνε νοσταλγία, οι ήρωες την ελπίδα γράφοντας πάλι όπως παλιά μία φρέσκια ιστορία κι ακούνε αιωνιότητα και ενός λεπτού σιγή. Όμως αυτό το πέρασμα σου από την Γη στον Ουρανό φέρνει ανείπωτη γιορτή. Σε Ελληνισμό, σε Ορθόδοξους στο γένος, σε ανύποπτους περαστικούς εκείνου του μεσημεριού.
Παραμονές Δεκαπενταύγουστου, παραμονές ανείπωτης γιορτής της Γης και του Ουρανού.